(Για τα γεγονότα της 5ης Μάη και τον τραγικό θάνατο των 3 εργαζομένων στη ΜΑΡΦΙΝ)
Η ταξική σύγκρουση κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης, η έκφραση της οργής των εργαζομένων πάνω σε καπιταλιστικούς και κρατικούς στόχους, είναι ποιοτικό χαρακτηριστικό της διαδήλωσης. Αυτό φάνηκε και την Τετάρτη, όταν χιλιάδες απεργοί πέταξαν πέτρες, χρησιμοποίησαν τις σημαίες τους, έσπασαν βιτρίνες, απώθησαν τα ΜΑΤ με μολότοφ, θέλησαν να μπουν στη Βουλή και γενικά κινήθηκαν επιθετικά απέναντι στο κράτος και τους καπιταλιστές με κάθε τρόπο. Η σημερινή κοινωνική συνθήκη εκτρέφει μια διάχυτη βία η οποία μπορεί να εκφραστεί ταξικά, μαζικά και με συναίσθηση της διαλεκτικής σχέσης μέσων-σκοπών, μετατρεπόμενη έτσι σε αντιβία, μπορεί όμως (και αυτό συμβαίνει ολοένα περισσότερο σε καθημερινή βάση και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής) να πάρει και μορφές εγκληματικές, δολοφονικές.
Την Τετάρτη 5/5, στα αποκαΐδια της τράπεζας Marfin, θρηνήσαμε τρία θύματα. Δικά μας θύματα. Θύματα όχι από την πλευρά των διαδηλωτών, αλλά από την πλευρά αυτών στους οποίους απευθυνόμαστε μέσα στη διαδικασία συγκρότησης της τάξης μας, από την πλευρά των συναδέλφων μας που αναγκάζονται να δουλέψουν σε μέρες γενικής απεργίας.
Γνωρίζουμε από τη δική μας εργασιακή εμπειρία ότι κάθε απεργία αποτελεί κι ένα μέσο πολέμου το οποίο διαχωρίζει τους εργαζόμενους που αντιστέκονται στις πιέσεις της εργοδοσίας από αυτούς που συνεργάζονται με τα αφεντικά, τους ρουφιάνους και τους συνειδητούς απεργοσπάστες. Απέναντι στην απεργοσπασία, το εργατικό κίνημα έχει συγκεκριμένες μεθόδους περιφρούρησης της απεργίας που δίνουν τη δυνατότητα να περάσουν στο στρατόπεδο των απεργών και όσοι εργαζόμενοι/-ες πάνε κανονικά στην δουλειά τους κάτω από την πίεση των επισφαλών μορφών εργασίας και της απειλής της απόλυσης. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, όταν η απεργία αδυνατεί να καλύψει όλους τους εργαζόμενους, η αποτυχία της βαρύνει τους φορείς που την κάλεσαν, τα συνδικάτα και το οργανωμένο εργατικό κίνημα, και όχι βέβαια τους εργαζόμενους που έμειναν έκθετοι στην εργοδοσία και δούλεψαν. Όταν σε συνθήκες απεργίας υπάρχουν τόσοι εργαζόμενοι που δεν απεργούν, γιατί απλούστατα δεν μπορούν, η αδυναμία τους αυτή δεν είναι «δικό τους πρόβλημα»: είναι αδυναμία όλων μας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εργασιακές συνθήκες στο κάτεργο του Βγενόπουλου προφανώς συγκαταλέγονται κι αυτές στο σκηνικό θανάτου που στήθηκε για τους τρεις εργαζόμενους. Η απειλή της απόλυσης για όσους δεν δουλέψουν, το κλείδωμά τους στον χώρο εργασίας και η αποκοπή τους από τον έξω κόσμο, όπως και οι ελλείψεις στα συστήματα ασφαλείας, όλα όσα καταγγέλθηκαν από τους ίδιους τους εργαζόμενους, αποδεικνύουν γι’ άλλη μια φορά ότι οι ζωές μας είναι αναλώσιμες στα χέρια των αφεντικών. Το γεγονός ότι όλα αυτά εφαρμόστηκαν ενώ ήταν γνωστό ότι η συγκεκριμένη τράπεζα αποτελούσε εύκολο στόχο για σπάσιμο κι εμπρησμό κατά τη διάρκεια μιας οργισμένης διαδήλωσης που στοχοποιεί τους πολιτικούς και τους τραπεζίτες ως εχθρούς, μας δημιουργεί υποψίες για το μερίδιο σύμπραξης του Βγενόπουλου στο συγκεκριμένο έγκλημα, υποψίες οι οποίες άλλωστε εκφράστηκαν και από πλειάδα διαδηλωτών που τον αποκάλεσαν ορθά-κοφτά δολοφόνο.
Στο σημείο όμως όπου βρισκόμαστε, η εστίαση στον κάθε Βγενόπουλο, στο κάθε κυνικό και αδίστακτο αφεντικό, δεν είναι παρά υπεκφυγή. Τρεις άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Οι δολοφόνοι εμπνεύστηκαν με στυγνό τρόπο από την κοινωνική βία που όλοι ζούμε γύρω μας, την εκμεταλλεύτηκαν και έχρισαν με συνοπτικές διαδικασίες εχθρό τους την ίδια την κοινωνία, την τάξη των εργαζόμενων. Αποδείχθηκαν έτσι πιο κυνικοί και αδίστακτοι από κράτος, αφεντικά και ΜΜΕ μαζί, κάνοντας τρεις ανθρώπους καύσιμη ύλη για τη μηχανή της προπαγάνδας και της κρατικής καταστολής.
Η πολιτική και μιντιακή διαχείριση του θανάτου των τριών εργαζόμενων συνίσταται στην κατασκευή των «ενόχων», στις τελετουργικές «καταδίκες» πανταχόθεν και προς πάσα κατεύθυνση, στον καταλογισμό «συλλογικής ευθύνης», πρώτα συλλήβδην σε όσους συμμετέχουν σε έναν πλούσιο και ανομοιογενή χώρο όπως αυτός των αναρχικών/αντιεξουσιαστών, κι έπειτα αδιακρίτως σε όσους συμμετέχουν ή ενδέχεται να συμμετάσχουν στο τωρινό και στο επερχόμενο ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα. Λέγε-λέγε, κάτι θα μείνει, σκέφτονται πάλι – και επιζητούν εναγωνίως από όλους μας άμεσες ή έμμεσες ενοχοποιήσεις, αλληλοκαταγγελίες, αυτολογοκρισίες και αυτοπεριθωριοποίηση.
Οφείλουμε να μην τους κάνουμε τη χάρη. Οφείλουμε να τελειώνουμε με τις πρακτικές και τις κουλτούρες μηδενιστικής αντικοινωνικής δράσης που αφήσαμε να αναπτυχθούν στο πλάι μας, μέσα και παράπλευρα στο ανταγωνιστικό ταξικό κίνημα. Οφείλουμε να το πούμε επειδή αγωνιζόμαστε, και γι’ αυτό δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών στον κοινωνικό πόλεμο: η σιωπή δεν μπορεί παρά να είναι συνενοχή στη δολοφονία ανθρώπων. Οφείλουμε να το κάνουμε επειδή οι αγωνιστές δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την κουλτούρα της τάξης των επίλεκτων «επαναστατών» ή «εξεγερμένων», ούτε με τη λογική του «όλοι εναντίον όλων». Η τάξη μας, όπως έδειξε στις 5 του Μάη, δεν υπακούει σε ιδεολογικά σχήματα και λογικές επαναστατικών πρωτοποριών. Ζούμε άλλωστε σε μια κατάσταση επιτάχυνσης της ιστορίας, όπου η συνείδηση των πολιτικών υποκείμενων, όντας δημιουργημένη με βάση τις παλιές συνθήκες, ασθμαίνει για να προφτάσει, για να κατανοήσει τον νέο κόσμο που γεννιέται.
Γι’ αυτό σημασία έχει, όχι να καθοδηγήσουμε, αλλά να ενταχθούμε πλήρως στο νεοεμφανιζόμενο ρεύμα ταξικής πάλης και να συμβάλουμε στην άμυνα του απέναντι στη βάρβαρη επίθεση που δέχεται ήδη από τους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Ο εσωκινηματικός διάλογος που έχει ανοίξει μετά τα γεγονότα στη Marfin θα αποδειχθεί γόνιμος εφόσον ακονίσει το όπλο της μαζικής κινηματικής αντιβίας, έτσι ώστε αυτή να χρησιμοποιηθεί με την αποτελεσματικότητα και την υπευθυνότητα που απαιτεί ο κοινωνικός πόλεμος. Στον δρόμο, στους χώρους δουλειάς, στην καθημερινότητά μας, στις κοινωνικές μας σχέσεις, αγωνιζόμαστε συλλογικά ενάντια στη συντονισμένη επίθεση που δεχόμαστε, απαντάμε ως τάξη εναντίον τάξης, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να διεκδικήσουμε καθολικά τη ζωή μας.
Την Τετάρτη 5 Μαΐου, διεκδικήσαμε τη ζωή μας και χάσαμε τρεις ζωές. Δεν ξεχνάμε τι διεκδικήσαμε, δεν ξεχνάμε τι χάσαμε. Για ό,τι διεκδικούμε, δεν ζητάμε συγγνώμη από κανένα. Για ό,τι χάσαμε, δεν συγχωρούμε κανένα.
Συνέλευση έμμισθων, άμισθων, «μπλοκάκηδων», «μαύρων», ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ