Αυτή η γενιά που έχει μείνει γνωστή ως γενιά του πολυτεχνείου με τα γεγονότα του 73 σήμερα είναι γύρω στα 50. Οι 50αρηδες λοιπόν, όχι όλοι αλλά η συντριπτική πλειοψηφία τους, δεν νομίζω ότι γουστάρουν αυτόν τον αγώνα .
Καταρχάς να κάνουμε έναν μεγάλο διαχωρισμό για να μην μπερδευόμαστε.
Το 1973 οι αγωνιστές πάλευαν εναντία στην ΧΟΥΝΤΑ .Είχαμε Χούντα. Ο εχθρός ήταν κάτι πασιφανές. Τον έβλεπες, τον ήξερες. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τα βάλεις με κάτι που είχε καταλύσει την δημοκρατιούλα σου.
Σήμερα ο αγώνας δεν είναι απέναντι σε κάτι τόσο φανερό και για αυτό τον λόγο ο τωρινός αγώνας είναι σαφώς ανώτερος από τότε.
Δεν έχουμε κανένα κοινό με τον αγώνα του πολυτεχνείου τότε, μα κανένα. Αν το καλοσκεφτείς μιας και πολλοί από τότε πέρασαν στην πολιτική και είναι τώρα στην γλυκιά τους εξουσία είμαστε εναντίων τους .Στην ουσία παλεύουμε εναντία σε αυτή την γενιά .
Ύστερα όλοι αυτοί οι 50αρηδες μιας και τότε ας πούμε κέρδισαν – και καλά έκαναν- έχουν την αίσθηση ότι αυτοί είναι και άλλος κανείς. ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ. Αλαζονεία που συνεπάγεται εξουσία. Εξουσία όχι απαραίτητα από πόστα και θέσεις. Εξουσία στην καθημερινότητα – εγώ είμαι και όχι άλλος κάνεις.
– Κάνε μου αυτή την χάρη ρε πιτσιρικά γιατί αν δεν ήμουν εγώ θα είχες ακόμα χούντα.
Κάτι τέτοιο μου βγάζουν εμένα. Όχι όλοι φυσικά και βαριέμαι να λέω το «όχι όλοι αλλά οι πιο πολλοί» όλη την ώρα. (Αυτοί που δεν είναι οι όλοι είναι οι άγνωστοι αγωνιστές που δεν τους ξέρει κανείς).
Φουσκώνουν και φουσκώνουν από περηφάνια τόσα χρόνια και χαίρονται με τις πορείες του Νοέμβρη. Νιώθω όμως ότι έφτασε το τέλος και αυτής της φάσης του Πολυτεχνείου.
Μήπως εμείς τώρα δεν τα έχουμε βάλει με τους Αμερικανούς; Τα έχουμε βάλει και με αυτούς αλλά όχι επειδή έφεραν τον Παπαδόπουλο στη χωρά αλλά επειδή με τις πολυεθνικές τους και την δύναμη τους ελέγχουν τον κόσμο με άδικο τρόπο. Άλλο ένα παράδειγμα που δείχνει την ανωτερότητα του τωρινού αγώνα. Όχι μόνο την ανωτερότητα και την μεγαλύτερη αγωνιστικότητα σήμερα, αλλά δείχνει ότι οι σημερινοί άνθρωποι που εξεγείρονται είναι και λιγάκι πιο έξυπνοι.
Ύστερα όσοι από αυτούς είναι διανοούμενοι και γραφούν και κάνουν τι είναι σήμερα;
Είναι συγγραφείς και καλλιτέχνες. Εχουν λοιπόν πάρει τα σπιτάκια τους και τα δανειάκια τους και θέλουν να συνεχίσουν έτσι. Αν λοιπόν είσαι συγγραφέας ξέρεις πως περιμένεις τα γαμωχριστουγεννα μπας και πουλήσεις κάνα βιβλίο παραπάνω; Πως και πως τα περιμένεις. Άρα με αυτό που γίνεται τώρα – που σχεδόν κάνεις δεν πατά στο κέντρο για ψώνια -και καλά κάνει- όλοι αυτοί θέλουν να σταματήσει. Κατάλαβες; θέλουν να ξεφουσκώσει και σύντομα. Για να πάρει ο κόσμος βιβλία για να πάει ο κόσμος θέατρο ξανά… Είναι εναντίων μας. Δεν υπάρχει κάνεις να μας βοηθήσει από όσους μέχρι σήμερα είναι γνωστοί. Θα έλεγα ότι μάλιστα πρέπει να τους κοιτάμε και καχύποπτα.
Την κάνατε την επανάσταση σας ρε το 73. Αφήστε μας να κάνουμε την δίκια μας ….
Είναι πολλοί θα μου πεις που τα χώνουν. Ωραία λοιπόν, τα χώνουν .Τα χώνουν όμως τόσα χρόνια που δεν ξέρουν να κάνουν και τίποτα άλλο. Και όταν αυτό το συστηματακι καταρρεύσει σε ποιον θα τα χώνουν; Τι θα κάνουν; Τίποτα.
Σου γράφω: το πολυτεχνείο και η 17η Νοεμβρίου του πέθανε. Γεννήθηκε η 6η Δεκεμβρίου. Και αν γινόταν ένας διαχωρισμός -θεωρητικά γράφω ρε παιδί μου, πες ότι σε ρώταγαν: γίνονται 2 πορείες και μπορείς να πας μονό στην μια. Σε ποια θα πήγαινες; Ανόητο να ρωτώ.
Θα βλέπαμε τότε στις 17 Νοέμβριου όλα τα γεροκουσαλα που έφτιαξαν αυτή την αστυνομία που σκότωσε τον Αλέξη. Γιατί αφού κέρδισαν τότε και πήραν την εξουσία κράτησαν και την αστυνομία. Άρα μήπως τα έχουμε βάλει με αυτούς ;
Εντάξει ρε παιδιά ρίξατε την χούντα και μετά τι κάνατε; Τι σκατά μας φέρατε; Μας φέρατε τους Αμερικανούς με τα προϊόντα τους. Μας γεμίσατε μπάτσους που εκτελούν.
maria mastrapa
2 replies on “ΕΚΕΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΑΣ”
Έκλεισα τα 52 τρεις μήνες πριν. Δεν είμαι συγγραφέας ούτε καλλιτέχνης, παρόλο που σπούδασα θέατρο. Δεν έχω πάρει σπίτι. Δάνειο πήρα. Όταν αρρώστησε ο πατέρας μου -δεκατρία χρόνια πριν-, και πότε με τα φροντιστήρια του ενός παιδιού, πότε με τα ζόρια του αλλουνού, ακόμα να το ξεχρεώσω.Ποια περηφάνια, λοιπόν, και τι φούσκωμα να νιώσω; Που αν δεν δουλεύω κάθε μέρα, για χρόνια ακόμα, ποιος ξέρει για πόσα, ούτε νοίκι βγαίνει, ούτε δόση για την τράπεζα – μην πεις κουβέντα για μπίρα στην πλατεία! (Και είναι, ξέρεις, βαρύ, πολύ βαρύ να αλλάζω κάθε τόσο δουλειά, να την ξέρω τη δουλειά, αλλά κάθε που πάω καινούργια κάπου να πρέπει πάλι και πάλι να δίνω εξετάσεις, και φτου κι απ’ την αρχή… Πάντα σαν να είναι η πρώτη μου φορά. Το ίδιο όμως νιώθεις κι εσύ, που τώρα βγαίνεις στην “αγορά”, εσύ που ξέρεις ήδη ότι πρέπει να τυλίξεις κάθε ελπίδα για καλύτερο αύριο στην ίδια σακούλα που πέταξες το πρωί τα σκουπίδια του σπιτιού.)Λοιπόν, για ποια επανάσταση το ’73 μου λες; Κάτι η Νομική, κάτι το Πολυτεχνείο, ξέσπασε ό,τι μαζευότανε καιρό μέσα μου (και για τη μάνα μου που δε μ’ άφηνε να βγαίνω, και για τους καθηγητές μου που απαιτούσανε ποδιά κάτω απ’ το γόνατο και κορδέλα στα μαλλιά υποχρεωτικά, σαν επίδεσμος ήτανε, και για τη χούντα, φυσικά – δεν ήτανε μόνο ο κόσμος που είχανε στα ξερονήσια, ήτανε που για όλα τα δεινά μας -αληθινά και φανταστικά- έφταιγε η δικτατορία, τα τραγούδια που απαγορεύονταν, οι ταινίες που δεν έρχονταν εδώ, το χίπικο κίνημα που μόνο σαν καρικατούρα το παρουσίαζαν, Μάταλα κι έτσι, ήτανε που τρεις ταινίες όλες κι όλες θέλαμε να δούμε και στην πρώτη προβολή τους κιόλας έπεσε ξύλο και συλλήψεις -Γούντστοκ, Σάκο και Βαντσέτι, Φράουλες και αίμα-, ο απόηχος του γαλλικού Μάη που σαν παραμύθι έφτανε ώς εδώ, ο Τσε που στοίχειωνε τα όνειρά μας με τη μορφή και με τα όσα λίγα ξέραμε γι’ αυτόν, στην Ταϊλάνδη είχανε κι εκεί ξεσηκωθεί κι ο πόλεμος των Αμερικανών στο Βιετνάμ ακόμα ένας λόγος, ήταν που τα σπιτάκια με τις αυλές γίνανε αντιπαροχή και πολυκατοικίες, κι οι δρόμοι γέμισαν άσφαλτο και τα πρόσωπα έπαψαν να ‘ναι οικεία και έγινε “άκομψο κι αντιαισθητικό” να κόβεις ένα κλωνάρι γιασεμί απ’ του γείτονα τη γλάστρα ή να τρως ένα πορτοκάλι στο δρόμο), ήτανε…Όχι, δεν ένιωσα πως είναι επανάσταση. Γιορτή. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Αυτό ήτανε το Πολυτεχνείο. Δρόμοι γεμάτοι κόσμο, άνθρωποι άγνωστοι που αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, νέοι με σπρέι που γράφανε συνθήματα στα λεωφορεία, ξανά νέοι που φτιάχνανε συντροφικά πανό και πλακάτ σε μία αίθουσα, και πάλι νέοι που μαγειρεύανε μαζί για ένα κάρο κόσμο σε άλλη αίθουσα, κι αυτοί που τραγουδούσανε κι οι άλλοι που χόρευαν σε μια ταράτσα, κάποιοι που συντονίζανε, κι άλλοι που μιλούσαν στο ραδιοσταθμό, κι όλα γυρνούσαν κι εναλλάσσονταν, και κανείς δεν έκανε το ίδιο πράγμα για πολλή ώρα – ναι, όσο κράτησε όλο αυτό ήτανε μια μεγάλη γιορτή. (Μετά έγινε ζόφος και πόνος και θάνατος, αλλά δεν είναι της παρούσης.)Αυτό ήθελα να σου πω. Πως… ναι, τη χάρηκα κι εκείνη, κι άλλες πολλές γιορτές, μα εκείνη ήταν η ωραιότερη, κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες. Και -στο λόγο μου- δεν θα σ’ εμπόδιζα ποτέ να ζήσεις τη δικιά σου, όπως κι αν νιώθεις να την πεις, ό,τι κι αν είναι – γιορτή, εξέγερση, επανάσταση, απ’ όλα. Γι’ αυτό κι έρχομαι από πίσω σου, χωρίς να σ’ το λέω, χωρίς να βγάζω λόγους, ίσα να είμαι εκεί, κοντά σου, πίσω σου – κι αν χρειαστεί πλάι σου, μην πέσεις, μη σε χτυπήσουνε και βρεθείς μονάχη, να ειδοποιήσω τους δικούς σου αν υπάρξει ανάγκη, να, αυτό ήθελα να σου πω, μη με κοιτάς κι εμένα καχύποπτα, μπορεί να άσπρισα μα από μέσα μου τραγουδάω ακόμα, μπορεί να τρίζουν οι κλειδώσεις μου αλλά έναν μήνα τώρα ο λαιμός μου έκλεισε φωνάζοντας ό,τι ακριβώς κι εσύ, στο ίδιο ή στο παραπέρα τετράγωνο, στην ίδια πόλη ή μερικά χιλιόμετρα μακριά.Καμιά εξουσία δεν πήρα, ούτε είχα τέτοια πρόθεση. Κι όσο μεγάλωνα αυτό ακριβώς καταλάβαινα: η εξουσία διαφθείρει, μικρή ή μεγάλη, σχετική ή απόλυτη. Κι όσο μεγάλωνες, αυτό ακριβώς ήταν που ήθελα να καταλάβεις. Μα μόνη σου, όχι με τα λόγια τα δικά μου. Με τα δικά σου βιώματα και τον δικό σου νου.Έχεις δίκιο, δεν ήμουν αρκετά αποτελεσματική. Δεν έφτανε να σκέφτομαι και να φωνάζω. Να που τώρα εσύ βγαίνεις στον κόσμο και τα βρίσκεις όλα χάλια, γύρω σου ξεσπαθώνουν τα “βύσματα”, τα λαμόγια, το λάιφ στάιλ, τα Βατοπέδια και τα Ζωνιανά, τα καμένα δάση κι αυτοί που εκτελούν παιδιά, αυτοί που ξεβρακώνουνε ανθρώπους. Κι είναι πολλοί αυτοί, πάρα πολλοί. Έχεις δίκιο. Αφού τους άφησα, αφού κι εγώ, κι η παρέα μου, κι όλοι οι συνομήλικοί μου τους αφήσαμε να πληθύνουν, ναι, μ’ εμάς να τα βάλεις – στο κάτω κάτω αυτοί βολεύονται όπως ζούνε και βολεύουν κι άλλους, τ’ αφεντικά τους, γιατί κι αυτοί έχουνε πίσω τους άλλα αφεντικά… Ναι, έχεις δίκιο, σκατά σάς φέραμε. Αμερικανούς και προϊόντα. Και μπάτσους που εκτελούν.Έχεις δίκιο. Μα γι’ αυτό ακριβώς άσε με να είμαι κάπου εκεί γύρω, κοντά σας – δε θα μιλάω, δε θα πουλήσω ούτε γνώση ούτε ιστορία. Ούτε να σε φυλάξω θα προσπαθήσω. Όλα θα σ’ αφήσω ήσυχο να τα ζήσεις, όλα. Στο λόγο μου.Αρκεί να ζήσεις. Μια μάνα
Είσαι απόλυτη, Μαρία Μαστραπά.Αν κοιτάξεις καλά καλά γύρω σου, αυτοί που μας το παίζουν έξυπνοι αριστεροί-επαναστάτες τού τότε είναι όσοι, καλά βολεμένοι, θεσούλες και λεφτουδάκια μοιράζουν σε φίλους και γνωστούς. Δηλαδή, άνθρωποι που κινούν νήματα και όχι πλεον κινήματα. Δηλαδή, ό,τι κι αν σου λένε, Μαράκι, σίγουρα δεν είναι ήρωες… Σκύψαν κι αυτοί κάπου, κάπως, το κεφάλι. “Εμείς στα νιάτα μας…” είναι μια έκφραση που την ακούμε από τα γεννοφάσκια μας. Εννοείται όλοι τα κάναμε καλύετρα, έτσι τουλάχιστον θέλουμε να πούμε στους νεότερους, ώστε να τους ενθαρρύνουμε, ή να τους μπούμε στο μάτι, ή να τους αποθαρρύνουμε, ή να τους μειώσουμε, ή να τους σωπάσουμε… Εσύ, όμως, Μαρία, δεν πρέπει να ακούς τι λέγεται, αλλά να βλέπεις τι γίνεται. Οπότε, μάλλον λάθος η τοποθέτησή σου. Διότι εγώ πολλούς είδα στις πορείες να φωνάζουν μαζί, με άσπρα ή βαμένα μαλλιά, με κυριλάτο ή ακόμη ψιλοφρικουλιάρικο ντύσιμο, είδα μια γιαγια να μπαίνει εμπρός να σώσει δυο νέους από την αλόγιστη βία των ΜΑΤ, είδα γυναικούλες (θα τις λέγανε άλλοι) να πετάν γλάστρες από τα μπαλκόνια τους στα ΜΑΤ, ώστε να τα εμποδίσουν να συλάβουν διαδηλωτές…Είδα και τις κούκλες του αριστερού θιάσου στα παράθυρα της τηλεόρασης, είδα και ανθρώπους τρομαγμένους μην τυχόν και ξεβολευτούνε να σωπαίνουν πίσω από τις κουρτίνες και να κάνουν ρεβεγιόν με την τηλεόραση αγκαλιά… Αλλά δεν αφήνω το βλέμμα μου και πάρα πολύ σ’ αυτούς. Δεν είναι, για μένα, αυτή η γενιά του Πολυτεχνείου. Η γενιά του Πολυτεχνείου, όπως την εννοώ εγώ, είναι μαζί μου, μαζί σου, στην ΕΣΗΕΑ, στο Πολυτεχνείο, στο Σύνταγμα, στπ δρόμο, έτοιμη για μια ακόμη φορά, και με πηγμένο το λαρύγγι στη ροχάλα τόσων χρόνων καπνίσματος και δακρυγόνων, αρκεί να κοιτάξεις. Εννοείται δεν είναι πολλοί. Οι πολλοί αφομοιωθήκανε, όπως θα αφομοιωθούν και οι πιο πολλοί από τους σημερινούς δρομομάχους, στο σύστημα που αιώνες προϋπήρχε, αυτό που δυστυχώς δεν αρμόζει του ονόματός του (δημοκρατία, μουάχαχα!) και που σίγουρα δεν θα μπορούσε το ’73 έτσι απλά να μετατραπεί σε ουτοπία… Ακριβώς για τους λόγους που μόνη σου γράφεις: δεν ήτανε αριστερή επανάσταση, ήτανε γενική αγανάκτηση, που σχεδόν όλοι (ακόμα και δεξιοί, που σε γενικές γραμμές χρειάζονται τάξη και νόμους, αλλιώς δεν μπορούν να λειτουργήσουν!!!) στηρίξανε. Αλλά το καθεστώς που ακολούθησε εννοείται δεν ήταν της προτίμησης των καταληψιών του Πολυτεχνείου. Ήταν όμως της Ελλάδας του οράματος (μουάχαχα!) του παπανδρεοπουλέικου… Ε, μη μας βγει κι αυτός καταληψίας ή αριστερός, τώρα! Και νά το όραμα: μια κοινωνία που δεν ξέρει πού να στραφεί για τα παράπονά της… Ευτυχώς, όμως, που την παλεύουμε! Και γι αυτό το τελευταίο σε παραδέχομαι! Να ‘σαι καλα και δυνατή! Και όπου ακούς πολλούς ηρωισμούς κράτα σημειώσεις. Ή την κοιλιά σου απ’ τα γέλια. Αλλά μην τσαντίζεσαι! Δεν υπάρχει λόγος. Μετά τη γιορτή όλοι θέλουν να πουν ότι κι αυτοί χορέψανε, κι ας καθόντουσαν στο μπαρ όλη την ώρα. Το θέμα είναι σε ποιο σκαμπό κάθονται την ώρα που μιλάνε. Από εκεί να μας κρίνουμε.