Σε αυτή την τόσο σοβαρή και κρίσιμη συγκυρία, που σηματοδοτείται από κύματα απολύσεων και την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων σε όλους τους κλάδους των εργαζομένων, όχι μόνο δεν υπήρξε κάποιο κύμα συμπαράστασης από εργατικά σωματεία και μεμονωμένες ομάδες εργαζομένων, αλλά αντιθέτως διατυπώθηκαν σκληρά απαξιωτικά σχόλια, κυρίως μέσω του Διαδικτύου, που, ανεξαρτήτως προθέσεων, είχαν ως στόχο την «κίτρινη» δημοσιογραφία και, φυσικά, τα λαμόγια που την εξυπηρετούν.
Λόγος που φαίνεται ότι στέκεται αρκετός για την υποτίμηση του γεγονότος της απόλυσης 450 εργαζομένων, ουσιαστικά του πρώτου μεγάλου λουκέτου ιδιωτικής επιχείρησης στην ελληνική αγορά.
Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο, πρέπει αρχικά να παραδεχτούμε ότι η σχέση μας με την κοινωνία είναι και παραμένει προδοτική.
Σήμερα, την κυρίαρχη προσωπογραφία του δημοσιογραφικού κόσμου αντιπροσωπεύουν οι μεγαλοδημοσιογράφοι, τηλεοπτικοί αστέρες και μη, που έχουν μετατρέψει τη ρουφιανιά, την ανυποληψία και τον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε κώδικα δεοντολογίας. Αυτοί που συντρώγουν με την κάθε εξουσία και τους περιβόητους «νταβαντζήδες της διαπλοκής». Οι ίδιοι που ευαγγελίζονται και προπαγανδίζουν τη δική τους «αλήθεια», στην πραγματικότητα την «αλήθεια» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αφεντικών τους (λόγος για τον οποίο πληρώνονται απλόχερα). Αυτοί με τους παχυλούς μισθούς που ανεβοκατέβαιναν στα γραφεία του Ελεύθερου Τύπου και του Ρ/Σ City 99.5.
Από την άλλη, σχεδόν στο σύνολό τους, η στάση των Μέσων Ενημέρωσης απέναντι στην κοινωνία βασίζεται στην κατευθυνόμενη προβολή ειδήσεων και στην αποσιώπηση άλλων, στην απόκρυψη των γεγονότων που βλάπτουν τα αφεντικά, στην εξαπάτηση σε ότι αφορά τα πραγματικά περιστατικά.
Το μεγάλο παράδοξο σε ότι αφορά την κριτική προς τους εργαζόμενους δημοσιογράφους, με αφορμή το λουκέτο που έβαλαν οι Αγγελοπουλαίοι, είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ασκείται από τον ίδιο τον κόσμο που ξημεροβραδιάζεται στις εκπομπές των Χατζηνικολαουπρετεντέρηδων, ενώ σε ότι αφορά τις λοιπές κριτικές (για το ρόλο των δημοσιογράφων κ.λ.π.) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αναμενόμενες.
Αν κάτι ανησυχητικό, αν όχι ύποπτο, περιβάλλει όλες ανεξαιρέτως τις κριτικές είναι το ομαδικό τσουβάλιασμα των εργαζομένων στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης, που ακριβώς εξαιτίας της «ομαδοποίησης» υποκρύπτει μια λαϊκίζουσα, αν όχι φασίζουσα λογική, που θέλει για παράδειγμα όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους του Ελ. Τύπου ρουφιάνους (υπό τον βροντερό τίτλο «500 ρουφιάνοι λιγότεροι»).
Και καθίσταται άκρως επικίνδυνη αυτή η λογική γιατί εγκαθιδρύει τη αρχή της συνυπευθυνότητας μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, με την έννοια του μοιράσματος της ευθύνης που αντιστοιχεί στους εργαζόμενους στα Μέσα Ενημέρωσης με αυτή που αντιστοιχεί στους ιδιοκτήτες τους.
Και αυτή η έννοια της συλλογικής ευθύνης δεν μπορεί να αποδοθεί συνολικά στους εργαζόμενους σχεδόν σε κανένα τομέα απασχόλησης. Όπως δεν μπορεί να αποδοθεί συλλογική ευθύνη στους εργαζόμενους που απασχολούνται στη βιομηχανία της μουσικής (και άρα έχουν ευθύνη για την εμπορευματικοποίησή της), στους εργαζόμενους σε μια εταιρεία βιοτεχνολογίας (που άρα είναι υπεύθυνοι για την επέλαση των μεταλλαγμένων τροφίμων), στους εργαζόμενους σε ένα κομμωτήριο (που άρα είναι υπεύθυνοι για την προέλαση του life style).
Από την άλλη θα ήταν οικτρή παράβλεψη της πραγματικότητας και άδικη ισοπέδωση των πάντων η αγνόηση της ύπαρξης μεγάλου ποσοστού εργαζομένων στο χώρο των Μέσων που κάνουν τη δουλειά τους αδιαμεσολάβητα, χωρίς πάρε – δώσε με ιδιόκτητες και διευθυντές, δίχως τα ολόιδια κάθε φορά εμετικά γλειψίματα στον όποιον νέο αρχισυντάκτη, χωρίς να θεοποιούν το κυνήγι της είδησης, με τίμημα κάποιες φορές την ίδια την απόλυση στην επιμονή τους για δημοσιοποίηση αυτής της θολής έννοιας που αποκαλείται «αλήθεια».
Θα ήταν παραποίηση της υπάρχουσας κατάστασης η δαιμονοποίηση του ρόλου των χιλιάδων δημοσιογράφων που δεν ανήκουν στην ΕΣΗΕΑ και εργάζονται σε καθεστώς επισφαλούς εργασίας (μπλοκάκια, «μαύροι») και, συνεπώς, ως ευάλωτοι δεν μπορούν να υπερασπιστούν και να προωθήσουν την περιβόητη «αλήθεια».
Εκτός κι αν τελικά πρέπει να παραδεχτούμε ότι όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να αποχωρήσει σύσσωμο από αυτό το επάγγελμα, αφήνοντας βέβαια αυτή την πληγωμένη υπόθεση που λέγεται ενημέρωση αποκλειστικά στα χέρια των ιδιοκτητών των Μέσων και των δικών τους ανθρώπων.
Πέρα από το αν συμφωνεί κανείς με τις προαναφερόμενες απόψεις, αυτό που δεν υπολογίζουν εκείνοι που ασκούν κριτική που οδηγεί στην απαξίωση του ζητήματος της απόλυσης των 450 εργαζομένων είναι ότι η αύτανδρη βύθιση του Ελεύθερου Τύπου και του Ρ/Σ City 99.5 πραγματοποιήθηκε από τους πλουσιότερους ιδιοκτήτες του, γεγονός διόλου τυχαίο.
Η «Γιάννα» των Ολυμπιακών Αγώνων, το «ζεύγος Αγγελοπούλου», με το λουκέτο του Ελ. Τύπου εξυπηρετούν (προφανώς με τα ανάλογα ανταλλάγματα) συνολικά την εργοδοσία και τις εξουσίες που την υπηρετούν, κάνοντας το «πρώτο βήμα» σε αυτό που επέρχεται και στη χώρα μας. Τα κανόνια στις επιχειρήσεις μεγαλοεπιχειρηματιών, τις αναρίθμητες απολύσεις, τις εικονικές πτωχεύσεις.
Με λίγα λόγια, ο Ελ. Τύπος είναι απλά η αρχή, το πρώτο μεγάλο «μπαμ» της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Και, παράλληλα, μια προσχεδιασμένη κίνηση, ένα crash – test για τις κοινωνικές αντιδράσεις και την απάντηση των εργαζομένων συνολικά. Όταν μια τόσο μεγάλη επιχείρηση που βρίσκεται στα χέρια τόσο ισχυρών επιχειρηματιών μπορεί να κλείνει μέσα σε μια μέρα, αφήνοντας στο δρόμο ένα τόσο μεγάλο αριθμό εργαζομένων και, μάλιστα, δίχως να κουνιέται φύλλο από ένα κατά τα λοιπά ισχυρό συνδικαλιστικό σωματείο, τότε γιατί να μη θεωρηθεί αναμενόμενο το ντόμινο των απολύσεων, όχι μόνο στο χώρο του Τύπου αλλά συνολικά, με την προσδοκία των μηδαμινών αντιδράσεων των λοιπών συνδικαλιστικών φορέων;
Και μόνο γι’ αυτό το λόγο, η υπόθεση των 450 απολυμένων του Ελ. Τύπου δεν είναι αποκλειστική υπόθεση των δημοσιογράφων. Καθόλου αργά, αλλά δυστυχώς πολύ γρήγορα, θα διαφανεί ότι το ζήτημα αυτό είναι ζήτημα όλων μας.