Έχουμε πλέον αντιληφθεί ότι η θεαματική επιχείρηση ανόρθωσης της τρωθείσας εικόνας της τρικομματικής κυβέρνησης περνάει από την πολυδιαφημισμένη ρητορική της διάλυσης των «εστιών ανομίας» και της «κάθαρσης της διαφθοράς» (βλ. και εδώ). Οι «εστίες ανομίας», αν και πρώτα και πάντα βρίσκονται στις κομματικές οικίες και τις βίλες των αφεντικών, ορίζονται κατά το δοκούν από το κράτος και την πολιτική διαχείριση συκοφαντώντας τις καταλήψεις και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα ή τον χώρο του πανεπιστημίου και το άσυλο. Με έναν αυθαίρετο και χυδαίο τρόπο στοχοποιούνται αναρχικοί, αγωνιστές, κάτοικοι, φοιτητές, μετανάστες ως φορείς της ανομίας, αποκρύπτοντας παντελώς την πραγματική εικόνα. Την εικόνα που συνθέτουν ο λόγος και η δράση με επίκεντρο την αυτοοργάνωση και την πολιτική χειραφέτηση από το αστικό κομματικό σύστημα, με πυρήνα την αλληλεγγύη και την ελευθερία. Έτσι, η Βίλα Αμαλίας εμφανίζεται ως άντρο παρανομίας, με την τυπογραφική της μηχανή να γίνεται παρασκευαστήριο μολότοφ, τα φοιτητικά στέκια και ο ραδιοφωνικός σταθμός του 98FM στην ΑΣΟΕΕ μετατρέπονται σε αποθήκη προϊόντων μαϊμού, και πάει λέγοντας.
Το κρατικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της διερρηγμένης κοινωνικής συναίνεσης δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την κομβική λειτουργία των ΜΜΕ. Η ευθυγράμμιση των μίντια με τον πολιτικό λόγο των Σαμαρά-Δένδια είναι τέτοια που φανερώνει χωρίς αμφιβολία τη στοχευμένη προσυνεννόηση με τους έκδοτες για την εξουσιαστική ρεβάνς σε θεαματικό-επικοινωνιακό επίπεδο, με φόντο την έκδηλη οργή και αγανάκτηση από τη συνεχιζόμενη εξόντωση της εργατικής τάξης και ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων. Στο παιχνίδι αυτό δεν είναι αμέτοχοι και «συνάδελφοί» μας που ελαφρά τη καρδία λασπολογούν σε βάρος πολιτικών εγχειρημάτων και ιδεών. Τελευταία περίπτωση, το δημοσίευμα της Espresso της 29ης Δεκεμβρίου για την κατάληψη της Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά, το οποίο υπογράφει ο δημοσιογράφος Θάνος Μακρογαμβράκης με φωτογραφικό υλικό από τον φωτογράφο Βαγγέλη Μάσια.
Το δημοσίευμα, με τίτλο “Υπό κατάρρευση το σπίτι κόσμημα της Μαρίας Κάλλας”, εμφανίζει την εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου κτηρίου, που ρημάζει στη φθορά του χρόνου. Η μόνη στιγμή που ζωντανεύει, σύμφωνα με τον συντάκτη, είναι εκείνη που οι καταληψίες φωνασκούν και επιδίδονται σε ακρότητες. Άραγε, πώς έβγαλε αυτό το συμπέρασμα ο «συνάδελφος»; Επισκέφθηκε τον εσωτερικό χώρο του κτηρίου και διαπίστωσε ότι θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο; Συμμετείχε σε κάποια συνέλευση ή δραστηριότητα της κατάληψης και έχει ιδία αντίληψη των ακροτήτων; Ζει στη γειτονιά και γνωρίζει αν στο κτήριο επικρατεί η «σιωπή»; Προφανώς, ο εν λόγω συντάκτης όχι μόνο δεν έχει εικόνα για τον λόγο και τη δράση της κατάληψης (με ένα απλό κλικ στην ιστοσελίδα της κατάληψης http://pat61.squat.gr/ μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον πλούτο των εγχειρημάτων και δράσεων) αλλά εξυπηρετεί τη συγκεκριμένη εξουσιαστική ρητορική που στοχοποιεί τις καταλήψεις, προλειαίνοντας το κοινωνικό έδαφος για ενδεχόμενες μελλοντικές εισβολές και εκκενώσεις.
Οι εντολοδόχοι «συνάδελφοί» μας θα πρέπει να γνωρίζουν πως τις κρίσιμες μέρες που ζούμε η συνειδητή επιλογή συκοφάντησης των εστιών αντίστασης θα έχει και το ανάλογο κόστος για τους ίδιους. Οι κολαούζοι «συνάδελφοί» μας που δικαιώνουν το σύνθημα «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» θα πρέπει να γνωρίζουν πως η καριέρα που επιδιώκουν ως τσιράκια των αφεντικών δεν θα χτιστεί στις πλάτες των χιλιάδων εργαζόμενων στα ΜΜΕ που δουλεύουμε καθημερινά υπό αντίξοες συνθήκες, υπερασπιζόμενοι τη στοιχειώδη δεοντολογία και την αξιοπρέπειά μας. Και αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε. Με κάθε κόστος.