της Ντίνας Μπατζιά
Αν ο χρόνος τρέξει προς τα πίσω, θα ξανάρθει πάλι μες το κρεμ σύννεφο ζάχαρης να με πάρει απ’ το χέρι, να πετάξουμε πάνω από τη Καστέλα, να κρεμαστούμε απ’ το φιστικί φουγάρο του πλοίου και να μη μας νοιάζει που πάει, κι όταν θα φτάσουμε σε μια θάλασσα με ρίγες γαλάζιου και πετρόλ και βράχια από παγωτό καραμέλα ολόγυρα, εκεί να σταματήσουμε, να μπλέξουμε σαν λαμπριάτικα κουλουράκια τα κορμιά μας και να φιληθούμε μέχρι τα χείλη μας να λιώσουν σα μέλι το καλοκαίρι, και το σιρόπι να φτάσει στη θάλασσα, κι από κει στο κόσμο όλο, κι ότι υπάρχει να ζει απ’ τη γλύκα.
Αντί της απολαυστικής μου φαντασίωσης, κάθομαι μέσα σε όξινα, ψεύτικα χρώματα, δίπλα στη πισίνα μόνη μου, πάνω στην αντικολλητική ξαπλώστρα και τηγανίζομαι σιγά σιγά με δείκτη 100. Δεν τολμάω να μπω στο σπίτι γιατί μπορεί να ανοίξω τη τηλεόραση, πράγμα που αποφεύγω, μπορεί να σε πετύχω στο γυαλί και φοβάμαι που σε σιχαίνομαι εκεί μέσα αλλά…εκεί μέσα υπάρχεις κι εσύ κι η κοινή ζωή μας. Το ψέμα της αλήθειας μας.
Κι εκτός αυτού, δε γίνεται να ανοίξω την τηλεόραση από τότε που βάλατε αυτά τα καινούρια μηχανάκια μέτρησης τηλεθέασης, πιλοτικά δήθεν – πιλοτικά δέκα χιλιάδες σπίτια; Γιατί, βλέπεις εγώ σαν γυναίκα σου, εσένα του γνωστού παρουσιαστή, ξέρω, ότι καταγράφουν τις αντιδράσεις του κοινού μπρος στα διάφορα προγράμματα.
Οι υπόλοιποι αγνοούν ότι σε κάποιο μεγαλόπρεπο μοβ πλαστικό κτίριο, ένας έξυπνος υπολογιστής πενήντα ιντσών σε σχήμα διάφανου οφθαλμού, το «Μάτι» λέγεται, προβάλλει κάτι ανάμεσα σε σκίτσο κι ολόγραμμα τις φιγούρες των ανθρώπων που παρακολουθούν τηλεόραση. Την εικόνα παίρνει από τους ανιχνευτές κινήσεων και συναισθημάτων που είναι φορτωμένοι στους παλιότερης τεχνολογίας μετρητές τηλεθέασης. Οι φιγούρες αλλάζουν χρώμα, ανάλογα με τις χημικές ενώσεις που προκαλούν στον ανθρώπινο οργανισμό τα συναισθήματα κι οι σκέψεις. Κόκκινο όταν οι άνθρωποι βλέπουν με χαρά ή μεγάλο ενδιαφέρον μια εκπομπή, πράσινο όταν ενοχλούνται ή θυμώνουν, κίτρινο όταν απλώς παίζει ένα κανάλι κι αυτοί ασχολούνται με κάτι άλλο και μπλε όταν βαριούνται και κάνουν συνεχώς ζάπιγκ. Και οι αποχρώσεις τους ερμηνεύονται από τους επιστήμονες που εμπνεύστηκαν και λειτουργούν το μεγαλοφυές αυτό πρόγραμμα. Εννοείται πως στο χώρο που είναι η τηλεόραση, ο ανιχνευτής πιάνει τις κινήσεις των ενοίκων κι αν προκύψουν ενδιαφέροντα στοιχεία, αυτά αξιοποιούνται κατάλληλα για τη διαφήμιση και την προώθηση προϊόντων, για την Αστυνομία, την Εφορία και γενικώς.
Λοιπόν, μετά από όλα αυτά, δεν είναι καλύτερα να μένω εκτός σπιτιού κι εμβέλειας τηλεόρασης; Πως αλλιώς να σου δικαιολογήσω την απέχθειά μου να σε βλέπω στο κόκκινο υδάτινο φόντο, σα να ξέπλυνες τα χέρια σου από το αίμα σε μπανιέρα, της κοινωνικής σου εκπομπής; Εσένα να υποκρίνεσαι τον θυμωμένο για τη φτώχια των συνταξιούχων και στη μισή σου οθόνη να περνάνε ταυτόχρονα όλες οι διαφημίσεις καταναλωτικών αγαθών που οι «απόμαχοι», έτσι τους λες -σα δε ντρέπεσαι!- ούτε στις χριστουγεννιάτικες εκδόσεις των μηνιαίων δελτίων τροφίμων δεν έχουν δει.
Αν δεν ήμουνα σαράντα, αν δεν γεννιόμουνα το μιλένιουμ, αν κυλούσα σαν απαλό κυματάκι ανάμεσα στους ανθρώπους, μόνο να χόρταινα άγγιγμα…Αν…δε μου’ σπαγε τα νεύρα το βιντεόφωνο. Ντριν και ντριν.
-Ναι;
-Γιατί απομόνωσες τη κάμερα;
-Γιατί…δε θέλω να με δεις, έχω ψεκαστεί με έξτρα μπρούτζινο χρώμα και περιμένω να στεγνώσει.
-Α! καλά. Στη πισίνα είσαι;
-Ναι.
-Δεν είδες πάλι την εκπομπή…
-Ε, όχι. Αφού τα βλέπω το βράδυ στο βίντεο.
-Καλά. Θα αργήσω λίγο, έχω τη διαπραγμάτευση για τη λίστα, ξέρεις, ψύξης.
Ανατρίχιασε κάτω από πενήντα βαθμούς Κελσίου.
-Εντάξει, ψέλλισε.
Έχουμε εξασφαλίσει εκατόν πενήντα χρόνια ύπαρξης, αν μας βάλουν και στη λίστα ψύξης, μπορεί και να ζήσουμε αιώνια, σκέφτηκε.
Έχει βραδιάσει όταν ο γνωστός παρουσιαστής Δράκος μπαίνει στο ατσαλένιο και με όγκο πυραμίδας γραφείο του προέδρου της ασφαλιστικής εταιρείας “S.O.S.”.
-Καθήστε κύριε Δράκο, του δείχνει ο πρόεδρος την ιδανική πολυθρόνα για συζήτηση όχι πάνω από πέντε λεπτά.
Ο Δράκος κοιτάζει το χρυσό καρφί στα δύο τρίτα του καθίσματος που τώρα ίσα που φαίνεται, στα πέντε λεπτά όμως ο μηχανισμός του το βιδώνει προς τα πάνω, τόσο για να χωθεί στο κώλο σου και να σου πει “μεγάλε ο χρόνος σου τελείωσε”.
-Δε πειράζει κ. πρόεδρε, δε θα σας απασχολήσω πάνω από δύο λεπτά, για σήμερα τουλάχιστον.
-Λοιπόν, τι έχουμε;
-Θέλω να μπω κι εγώ με τη γυναίκα μου στην περίφημη λίστα ψύξης, της οποίας την ευθύνη έχετε εσείς.
-Πιστεύετε κ. Δράκο ότι είστε τόσο σημαντικός για την ανθρωπότητα ώστε να πρέπει να καταψυχθείτε για να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας διακόσια χρόνια μετά;
-Ε, δεν είναι αυτό που σκέφτηκα. Δεν εννοώ…
-Κι έπειτα, έχετε αυτό το ποσό; Φαντάζομαι σας πέφτει λίγο βαρύ. Ένα τρις εσείς κι άλλο τόσο η συμβία σας. Όσο διαπλεκόμενοι να είναι οι δημοσιογράφοι, αυτά είναι ποσά που απλώς μπορούν να αναφέρονται ή και να εργάζονται για να τα αποκτήσουν άλλοι, όχι βεβαίως να τα διαχειρίζονται.
-Θα μπορούσαμε να έρθουμε σε μια συμφωνία οικονομική τουλάχιστον για το ένα τρις. Παρ’ όλα αυτά έχω κάτι που θα σας παρακινούσε να το σκεφτείτε διαφορετικά.
-Τι ακριβώς μου λέτε;
-Είναι μια ασφάλειά σας, σε μια εξηνταπεντάχρονη, που φαίνεται πως η μεγάλη και τρανή “S.O.S.” υποτίμησε κι απέφυγε να καλύψει. Αυτό το έχουμε όλο, αλλά υπάρχει συνέχεια και με άλλες περιπτώσεις. Φαντάζομαι ξέρετε πόσα τρις στοιχίζει στις μέρες μας να δημοσιοποιηθεί οτιδήποτε αρνητικό για μια ασφαλιστική κολοσσό. Αύριο θα σας στείλω κάποια στοιχεία να δείτε τι περίπου έχω. Φεύγω κρατώντας το λόγο μου των δύο λεπτών.
Όταν η αυτόματη πόρτα έκλεισε πίσω από το Δράκο, ο πρόεδρος κοίταξε την οθόνη δεξιά του για δύο δεύτερα. Ένα θηλυκό μοντέλο ρομπότ με ένα λαμπερό χαμόγελο εμφανίστηκε:
-Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη κύριε πρόεδρε;
-Νταίζη ειδοποίησε τη ρεπόρτερ Δεκάρα από το Κανάλι να είναι εδώ αύριο το πρωί στις εννιά και μετά κλείσε κύκλωμα. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο.
-Καληνύχτα σας τότε.
Ο Δράκος έφτασε με ταξί στο σπίτι, είχε διώξει τον σωφέρ νωρίτερα. Πάντα, όταν γυρίζει αργά σπίτι παίρνει ταξί, του αρέσει που αυτά τα μπαταριοκίνητα οχήματα δεν τρέχουν πολύ κι απολαμβάνει τη νυχτερινή βόλτα στην Αττική χωρίς οθόνες, φακούς, τηλεσκόπια, με τα ίδια του τα μάτια. Έδωσε τον κωδικό μεταφορών στον οδηγό, περίμενε να επιβεβαιωθεί η χρέωση στον υπολογιστή του ταξί, καληνύχτισε και βγήκε.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό, μόνο τα μικρέ γαλάζια λέιζερ ασφαλείας της εισόδου έφεγγαν σαν αστέρια. Πέρασε τον δεξιό του αντίχειρα, εδώ είχε εμφυτεύσει εκείνος το μικροτσίπ κλειδί για την οικία του, πάνω από το τελευταίο φωτεινό κύτταρο κι η βραχένια είσοδος άνοιξε. Σωριάστηκε μεμιάς στον καναπέ, νιώθοντας μια ευγνωμοσύνη εκείνη τη στιγμή για τη γυναίκα του που επέμενε να κρατήσουν στο σπίτι αυτόν τον παλιό καναπέ, δεκαετίας 1990 και βάλε. Αναπαυτικός και χνουδωτός σαν αγκαλιά παιδική. Σήμερα δεν υπάρχουν καναπέδες πια. Μόνο διάφανες υπνοκοιτίδες αντί για κρεβάτια και πολυθρόνες για όλες τις χρήσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν ώρες χαλάρωσης και τεμπελιάς. Μόνο εργασίας και τεχνητού ύπνου.
Προσπάθησε να διακρίνει τον ουρανό μέσα από το πλέξι γκλας του μεγάλου θόλου που ήταν στην ουσία όλο το σπίτι, εκτός από λιγοστές λεπτομέρειες με βράχινους όγκους, αλλά τα μάτια του έτσουζαν. Δεν έχει τεχνητά υποκατάστατα για να με πάρει ο ύπνος απόψε, σκέφτηκε. Γδύθηκε όπως όπως κι έπεσε δίπλα στη γυναίκα του που ήδη κοιμόταν. Πριν προλάβει να ρυθμίσει την αφύπνιση στον υπολογιστή του στρώματός του, κοιμήθηκε.
Το πρωί. Την ώρα που ο Δράκος ξυπνούσε αλαφιασμένος διότι το σύστημα άνθρωπος υπακούει σε άλλους, φυσικούς νόμους αν δεν δουλέψει το σύστημα αφύπνιση, εκείνη την ώρα η ρεπόρτερ Δεκάρα καθόταν στην πολυθρόνα με το χρυσό καρφί στην πυραμίδα – γραφείο του προέδρου της “S.O.S.” Μόνο που ο καλοσχηματισμένος κώλος της δεν θα δοκίμαζε την πίεση του καρφιού, διότι ο πρόεδρος τώρα είχε αρκετό χρόνο να συζητήσουν.
-Λοιπόν δεσποινίς Δεκάρα πως τα περάσατε στο Ιράκ; Εχθές επιστρέψατε, έτσι;
-Ήταν όλα πολύ καλά οργανωμένα κύριε πρόεδρε. Έχω κάνει κι άλλες αποστολές σε εμπόλεμες ζώνες, αλλά αυτή τη φορά, χάρη στη βοήθειά σας, οι συνθήκες ήταν άψογες. Καμία σχέση με τα ελληνικά δεδομένα.
-Μα μη ξεχνάτε πως μπορεί το Κανάλι να είναι ελληνικό, αλλά ο όμιλός μας είναι μια τεράστια πολυεθνική εταιρεία που έχει τη δύναμη και το ενδιαφέρον να σπονσοράρει πολεμικές αποστολές. Όπως ξέρετε, είμαστε οι μόνοι που ασφαλίζουμε, με τις κατάλληλες προυποθέσεις βέβαια, εν καιρώ πολέμου.
-Ναι, βέβαια. Πάντως σας ευχαριστώ και προσωπικά για την κάλυψη που παρείχατε σε μένα και το συνεργείο μου. Ξέρετε, όταν έχεις την οικονομική άνεση σ’ αυτά τα μέρη, εξασφαλίζεις την προστασία σου και τη συνεργασία των κατάλληλων για τα θέματά σου ανθρώπων. Καταλαβαίνετε…
-Ο ρεαλισμός σας δεσποινίς είναι απόλυτα κατανοητός. θα ήθελα λοιπόν να συνεχίσουμε τη συνεργασία μας.
-Έχει ενδιαφέρον αυτή την εποχή η δυτική Αφρική. Αν η S.O.S μείνει ευχαριστημένη από την ανταπόκριση της δουλειάς μας στο Ιράκ, μπορεί να είναι χορηγός μας στην επόμενη πολεμική αποστολή. Θα σας ετοιμάσω μία αναφορά.
-Στο μεταξύ, χρειάζομαι εδώ τη συνεργασία σας. Μόνο την προσωπική σας.
-Παρακαλώ, πείτε μου.
-Για τον Δράκο πρόκειται. Τι πιστεύετε γι’ αυτόν;
-Έμπειρος συνάδελφος, μεγάλη επιτυχία η καθημερινή κοινωνική εκπομπή του, με ισχυρή θέση. Τι άλλο να σας πω εγώ; Δεν έχω ούτε τα μισά του χρόνια στη τηλεόραση.
-Πόσο τομάρι είναι;
-Λένε πως απ’ όπου και να τον πιάσεις θα λερωθείς, αλλά φήμες. Ποτέ κανείς δεν τον άγγιξε, δεν έβγαλε το παραμικρό στη δημοσιότητα. Πρέπει να έχει σοβαρές πλάτες.
-Τα στηρίγματα του κυρίου Δράκου δε φτάνουν ούτε μέχρι τη χαμηλότερη ιεραρχία της εταιρείας μας. Δυστυχώς για κείνον έκανε το λάθος να στραφεί εναντίον μας. Υπέπεσε στο αμάρτημα του εκβιασμού της εταιρείας, εκβιάζει με γελοία στοιχεία την καλή φήμη της S.O.S. για ίδιον όφελος. Και βέβαια έχουμε όλα τα μέσα να τον βγάλουμε από τη μέση, αλλά γιατί να μην ωφεληθεί ένα κορίτσι όμορφο και υπάκουο σαν εσάς, με φιλοδοξίες για κάτι καλύτερο στην τηλεόραση; Έχετε φιλοδοξίες δεσποινίς, έτσι δεν είναι;
-Βέβαια, τι λέτε, γι’ αυτό παλεύω και τρέχω.
-Μην ακούω τέτοια από μια έξυπνη γυναίκα. θα σας κάνω τώρα εγώ μαθήματα δημοσιογραφίας; Ξέρετε πως δεν αρκεί να είστε συνεπής και καλή στη δουλειά σας.
-Γιατί δε μου λέτε ακριβώς τι θέλετε από μένα;
Ο Πρόεδρος πήρε μια ανάσα, πάτησε το κουμπί του πολυμηχανήματος δίπλα του και βγήκαν δύο ποτήρια γεμάτα με ένα πορτοκαλί υγρό.
-Βιταμινούχος καφές, είπε και πρόσφερε το ένα στη ρεπόρτερ Δεκάρα.
Και συνέχισε:
-Λοιπόν, ο Δράκος εκβιάζει την εταιρεία μας πως θα προβεί σε αποκαλύψεις αθέτησης συμβολαίων, ασφαλιστηρίων ζωής, σε πελάτες μας, αν δεν του κάνουμε μία προσωπική χάρη.
-Να ρωτήσω τι θέλει από σας;
-Αφήστε το καλύτερα, είναι ένα θέμα κλειστό στον πολύ κόσμο, εκείνος το έμαθε. Είναι κάτι που κοστίζει πολύ ακριβά κι εκείνος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Αλλά είναι και πολιτική της εταιρείας μας να μην κάνει χρήση ο οποιοσδήποτε, έστω κι αν έχει να πληρώσει το αντίτιμο.
-Με συγχωρείτε, μιλάτε πιθανόν για τη λίστα ψύξης των εκλεκτών του κόσμου που έχει ακουστεί. Μην ανησυχείτε, δεν ενδιαφέρομαι προσωπικά. Μου αρκεί να ζήσω εκατόν πενήντα χρόνια φρέσκια σαν εικοσάχρονη και να πεθάνω έτσι, κι αρκετά διάσημη. Τώρα εσείς έχετε όλα τα μέσα να μάθετε την αλήθεια, να κάνετε χρήση στοιχείων από παρακολούθηση, υποκλοπές. Εγώ τι παραπάνω να κάνω;
-Δεν μας ενδιαφέρει να τον πάμε στη δικαιοσύνη, αυτό το μελετήσαμε θα είχε αρνητικές επιπτώσεις και στο όνομα της εταιρείας. Να τον εξαφανίσουμε από το χώρο της ενημέρωσης, να χάσει τη δύναμη που έχει. Δίδεται η ευκαιρία ταυτόγχρονα με την τιμωρία του που τόλμησε να εκβιάσει τη S.O.S., να μπει στη θέση του ένας άνθρωπος της εμπιστοσύνης μας. Που θα καταλαβαίνει πολύ καλά τους νόμους της παγκόσμιας αγοράς και θα κινείται με βάση αυτούς. Κι επίσης θα βοηθάει να αντιμετωπίζουμε, να πείθουμε την κοινή γνώμη όταν αυτή εναντιώνεται στα σχέδιά μας. Έναν δημοσιογράφο σαν κι εσάς. Θα σας ενδιέφερε κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;
-Πολύ. Και σας ευχαριστώ για την πρόταση. Ωστόσο δεν καταλαβαίνω πως μπορώ να βοηθήσω ουσιαστικά.
-Μα δεσποινίς Δεκάρα, κάποιος θα πρέπει να ασκήσει πίεση, έναν άλλου είδους εκβιασμό, σ’ αυτόν τον κύριο για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να είναι η εταιρεία μας. Εσείς καλείσθε να παίξετε αυτό το ρόλο. Κι αυτή είναι η πρώτη και τελευταία συζήτηση που γίνεται γι’ αυτό το θέμα. Από δω και πέρα αναλαμβάνετε εσείς, δεν χρειάζεται καν να μας ενημερώσετε. Φυσικά, αν δεχθείτε την προσφορά μας. Υπάρχουν φαντάζομαι κι άλλοι φιλόδοξοι συνάδελφοί σας που θα εκτιμούσαν μια τέτοια πρόταση…
-Εντάξει κύριε πρόεδρε. Γίνατε σαφής. Εγώ ανακαλύπτω τι σκαρώνει ο Δράκος, φαντάζομαι πως θα μου δοθούν κάποια στοιχεία από σας, και τον απειλώ πως θα προβώ σε αποκαλύψεις αν δεν αποτραβηχτεί από την εκπομπή και φυσικά αν δεν το βουλώσει γενικότερα για την εταιρεία σας.
-Συννενοηθήκαμε. Έχουμε τον κωδικό της ψηφιακής σας θυρίδας για τα στοιχεία που θα χρειαστείτε. Θα αποφύγετε οποιαδήποτε άλλη επίσκεψη εδώ κι αν προκύψει κάτι, θα έρθουμε εμείς σε επαφή μαζί σας. Καλημέρα σας και σε ανώτερα.
Καλημέρα, φώναξε κι εκείνη δυνατά, σα να έβγαινε σε μια μόνο λέξη το αίσθημα υπεροχής κι αγωνίας μαζί.
Υπάρχει ένα μόνο δέντρο, ευκάλυπτος είναι, που στέκεται πέντε μέτρα ψηλά από τα οικήματα του συγκροτήματος του Καναλιού. Το άφησαν, λέει, για να συμβολίζει το Ένα, όπως Ένα μόνο είναι το Κανάλι στο τόπο μας, εδώ κι αρκετά χρόνια. Από τότε που έκαναν κοινοπραξία οι άλλοτε ιδιωτικές με τη δημόσια τηλεόραση, για να υπερδιπλασσιάσουν τα κέρδη τους και τη δύναμή τους με ένα τεράστιο μονοπώλιο. Τότε λοιπόν έγινε ένας μεγάλος οικισμός γραφείων και σπιτιών. Οι εργαζόμενοι ή σαφέστερα οι απασχολούμενοι υποχρεώθηκαν να αγοράσουν κατοικία για να εξασφαλίσουν τη συνεργασία τους με το Κανάλι. Μόνο σε ορισμένα κορυφαία στελέχη του σταθμού επιτράπηκε να κατοικούν εκτός οκοισμού.
Καλύτερα να μην είχαν αφήσει ούτε αυτό τον ευκάλυπτο, λένε κάποιοι κρυφά. Φοβούνται τη νοσταλγία. Ο χρόνος τους, όλων ο χρόνος, κυλά μέσα στα ημικυκλικά οικήματα, όλα ίδια, χωρίς παράθυρα, αριθμημένα, φτιαγμένα από ένα εύκαμπτο πλαστικό υλικό, κίτρινα σαν τον ίκτερο.
Μέσα, στο εσωτερικό, καταγράφεται μια διαρκής ενέργεια που προέρχεται από εγκεφαλική δραστηριότητα σχεδόν αδρανών κορμιών. Όπως ο παρουσιαστής Δράκος, όρθιος φυσικά, κι ακίνητος που μιλάει στο βιντεόφωνο με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη, και μόνο οι άκρες των δαχτύλων του που πιέζουν το γραφείο μαρτυρούν μια κάποια δική του μικρή πίεση ή ανυπομονησία.
-Λοιπόν κυρία Κούλα μου, καταλάβατε πως θα χειριστούμε το θέμα; Θα κάνω εγώ την εισαγωγή και μετά ότι σας ρωτώ θα μου απαντάτε αυτά που ήδη μου έχετε πει. Την αλήθεια δηλαδή.
-Και δε μου λες παιδί μου, αν βγει στη γραμμή μου ο νομικός τους σύμβουλος τι κάνουμε;
-θα το δούμε εκείνη την ώρα. Και τι να πει δηλαδή; Αφού έχετε όλα τα νόμιμα στοιχεία, τις υπογραφές τους. Εικοσιπενταετές συμβόλαιο ζωής με την S.O.S. που έληξε πριν τόσους μήνες κι η εταιρεία δεν σας πληρώνει την αποζημίωση. Απλό.
-Αν πει πως δεν είναι πως δεν θα τα δώσει, αλλά χρειάζεται μια διαδικασία κι υπάρχει καθυστέρηση.
-Ξεχνάτε πως μιλάτε με το Δράκο. Χωρίς στοιχεία θα το συνέχιζα; Αφού τους έχουμε από υποκλοπή στη γραμμή σας να σας λένε πως δεν υπάρχει περίπτωση να πάρετε τα λεφτά και θα βρουν αυτοί τη νομική οδό να το στηρίξουν. Μην ανησυχείτε για τίποτα. Σε μία ώρα θα ξαναέχουμε επαφή για το ζωντανό.
Ήταν τόσο ακίνητος κι απορροφημένος που δεν πρόσεξε τη ρεπόρτερ Δεκάρα ένα μέτρο μπροστά του, μέχρι που ένα χέρι έκλεισε το κεντρικό του σύστημα, απομονώνοντας το γραφείο από ήχο και εικόνα. Σήκωσε ξαφνιασμένος το βλέμμα:
-Τι έγινε μικρή; Τι κάνεις εκεί με τον υπολογιστή μου;
-Πέντε λεπτά ησυχίας που αφορούν μόνο εσάς κι εμένα. Κανέναν άλλον.
-Δεν καταλαβαίνω. Σα να παραπήρες θάρρος εδώ μέσα. Κι έχω εκπομπή σε λίγο.
-Αυτό είναι το θέμα. Να προλάβω την εκπομπή πριν βγει στον αέρα και τη δική σας καριέρα από το να καταστραφεί εντελώς.
-Τι εννοείς; Λες να έχω ανάγκη τη δική σου βοήθεια; Ας γελάσω.
-Καλά γελάς μετά, αφού επιμένεις στον ενικό. Τώρα άκου.
-Τι άκου μωρή τσούλα, που θα μου πεις εμένα…
-…ότι έχω στοιχεία που σε καίνε διά παντός. Εκβίασες την S.O.S. με δημοσιοποίηση περίπτωσης μη καταβολής αποζημίωσης σε ασφαλισμένο πελάτη της, μόνο και μόνο για να σε βάλει στη λίστα ψύξης των Εκλεκτών. Έχω τα πάντα, πάρε να δεις τα αντίγραφα. Ο δημοσιογράφος του λαού, εκβιαστής κοινός, μιζαδόρος, ξεπουλημένος. Δεν θα έχεις που να κρυφτείς. Κι άσε τη δικαιοσύνη.
-Αυτοί σ’ έβαλαν, έτσι;
-Καμία σχέση, για τη πάρτη μου δουλεύω.
-Τι θες από μένα;
-Παραιτείσαι μες τη βδομάδα από την εκπομπή, προτείνεις εμένα στη θέση σου και με διαφημίζεις όλο χαμόγελα κι επιβεβαιώσεις στους τηλεθεατές -α! η διοίκηση συμφωνεί, ξέχασα να σου πω- κι εσύ γυρνάς στη παραγωγή ειδήσεων.
-Πίσω από τις κάμερες μετά τόση επιτυχία, τόσα χρόνια; Και που το ξέρεις ότι συμφωνεί η διοίκηση;
-Το έχω συζητήσει ήδη, θέλουν ένα πρόσωπο νέο, φρέσκο με παρουσία σε διεθνή θέματα, κι έτσι…βασικά ήθελαν να το ζητήσεις μόνος σου. Οπότε πήγαινε μέσα τώρα ή μετά την εκπομπή και πες τους ότι κουράστηκες κι ότι είναι ώρα να αποτραβηχτείς και προτείνεις εμένα.
-Γιατί εμένα; Δε μπορεί να είναι μόνο η φιλοδοξία σου. Θα το βρω αν σκαρώνεις κάτι άλλο.
-Άστο, μην ασχοληθείς άλλο. Θα μπορούσα να σου κάνω μεγαλύτερη ζημιά αν δε σε προειδοποιούσα και τα έβγαζα όλα στη φόρα. Τουλάχιστον μένεις στο Κανάλι, και μάλιστα με τις ίδιες αποδοχές. Θα έπρεπε να μ’ ευχαριστείς γι’ αυτό. Απλά τέρμα ο πολύς και σπουδαίος Δράκος. Από ένα λάθος που έκανες ή μάλλον που το πήρα εγώ είδηση.
-Σε ορμήνεψαν καλά, παλιοκαριόλα.
-Ελπίζω να έχεις θέμα ψυγείο για τη σημερινή εκπομπή. Σ’ αφήνω να τη δουλέψεις όσο χρόνο έχεις ακόμη. Θέλω να πάρω την εκπομπή με τα γνωστά σου μεγάλα ποσοστά επιτυχίας, το καλύτερο ληντ ιν. Όχι με αποτυχία την τελευταία της βδομάδα.
Επέστρεψε το σύστημα στο on, γύρισε τη πλάτη της κι έφυγε καμαρωτή και σίγουρη. Στην αναμονή της οθόνης, η κυρία Κούλα:
-Κύριε Δράκο μου σας έπαιρνα. Ήρθε η επιταγή από τη S.O.S. Εντάξει, δεν τίθεται θέμα πια. Ε, κι αν άργησαν λίγο. Με συγχωρείς παιδί μου που δεν θα βγω στην εκπομπή.
-Μα τι λέτε, καλοφάγωτα. Γειά σας.
Όλα χαμένα, σκέφτηκε. Ή μήπως ψιθύρισε;
Ούτε κατάλαβε πως έφυγε η εκπομπή από την έξαψη. Θυμάται μόνο πως στα βίντεο, εκείνος δεν έκανε το πούρο του όπως πάντα. Μόνο κοίταζε επίμονα το κόκκινο υδάτινο σκηνικό. Όταν στο τέλος, μπήκε στο γραφείο της διοίκησης, συζήτησε με τα μέλη πολύ λίγο κι απλά αποδέχθηκε τον επόμενο ρόλο που του ετοίμασαν. Άλλοι; ή ο ίδιος του ο εαυτός; Μα είναι μαλάκας; Αφού ο ίδιος τα σκάτωσε. Απλά τον περίμεναν στη γωνία οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Μήπως κι ο ίδιος όλη τη καριέρα του κάπως έτσι δε τη βόλεψε; Αποφάσισε να είναι η δυνατότερη εβδομάδα εκπομπών για να σώσει την υστεροφημία του πριν την έξοδο από τα φώτα στην αφάνεια.
Επέστρεψε σπίτι νωρίτερα απ’ ότι συνήθως. Πόσο ήθελε να μιλήσει μ’ ένα δικό του άνθρωπο, με την Άννα. Τη βρήκε μπροστά στον υπολογιστή να παραγγέλνει τα ψώνια του μήνα.
-Καλώς τον. Τελειώνω. Χρειάζεσαι κάτι που μπορεί να ξέχασα;
-Έ, όχι. Ξέρεις εσύ. Πάω να βάλω κάτι να πιούμε.
Πήρε δύο ψηλά διάφανα ποτήρια, τα γέμισε με αποσταγμένο νερό κι έριξε μέσα στο καθένα από τρεις ταμπλέτες. Μία πορτοκαλί, μία πράσινη, μία κίτρινη. Γεύση καρότο, σπανάκι, λεμόνι. Μετά έβγαλε από το φαρμακείο του σπιτιού ένα από τα δεκάδες ίδια κουτιά, το άνοιξε κι έριξε μία κουταλιά ροζ σκόνη στο ένα ποτήρι. Αντικαταθλιπτικό, έγραφε απ’ έξω το κουτί.
-Τόσο χάλια ήταν η μέρα σου; ακούστηκε η φωνή της Άννας.
-Θα μπορούσε να είναι και χειρότερη.
Της έδωσε το ποτήρι της και τη τράβηξε από το χέρι στον παλιό καναπέ.
-Άννα, Αννούλα μου σ’ αγαπώ, ψιθύρισε με το κεφάλι γερμένο στα γόνατά της.
Δεν απάντησε, μόνο άρχισε να ανακατώνει τα μαλλιά του καθησυχαστικά κι αυτό τον παρότρυνε να συνεχίσει.
-Να γινόταν να μου φτάνει μόνο αυτό, και μπροστά σου, με τη σκέψη σου, να σβήνω από τη μνήμη μου όλους τους μαλάκες. Να μη τους αφήνω να με επηρεάζουν. Ξέρεις τι μου έστησαν;
Κι άρχισε να της εξιστορεί από την αρχή τι συνέβη με τη S.O.S., τη ρεπόρτερ Δεκάρα, τη διοίκηση του Καναλιού, την εκπομπή του που έχασε, όλα. Πρώτη φορά της μίλησε με κάθε λεπτομέρεια, που έκαιγε και τον εαυτό του στα μάτια της μπροστά. Όταν τελείωσε, ησύχασε. Μετά από λίγα λεπτά τον πήρε ο ύπνος στα πόδια της, με το άγγιγμά της να μην έχει σταματήσει και σίγουρος πως τον κατάλαβε, μπορεί και να τον συγχώρεσε.
Ξύπνησε κι είδε πως βρίσκονταν κι οι δύο στην ίδια θέση.
-Πόσο κοιμήθηκα;
-Ούτε ώρα.
-Νιώθω καλύτερα πάντως. Κι εσύ δε κουνήθηκες.
-Για να μη σε ξυπνήσω.
Της φίλησε τα χέρια κι ανασηκώθηκε.
-Άννα, δεν έβγαλες λέξη για όσα έγιναν. Τι λες;
-Ξέρεις την άποψή μου γενικά. Η ενημέρωση έχει πάψει από καιρό να είναι κοινωνικό αγαθό, χάρη σε πολλούς σαν και σένα. Αργά ή γρήγορα ότι χρησιμοποιούσες, θα γύριζε μπούμεραγκ γιατί κάποιος άλλος θα ήταν πιο ανάλγητος από τον Δράκο. Κι αυτός από κάποιον άλλον θα παραμεριστεί και πάει λέγοντας. Αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα και στα μήντια και παντού. Ή μάλλον ένα κομμάτι της. Η ευτυχία βέβαια είναι θέμα επιλογών.
-Κανείς δεν επιλέγει να νιώθει δυστυχής.
-Κι όμως. Πολλοί παίρνουν την ευθύνη να είναι πλούσιοι ή να έχουν εξουσία ή να μείνουν ζωντανοί χίλια χρόνια, ξέροντας πως όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες. Για μένα πάντα, μέχρι να πεθάνω, και δε θέλω καθόλου να καταψυχθώ για να επανέλθω κάποτε, αξία έχει να ζω όπως θέλω κι ονειρεύομαι. Όχι να μου περιγράφουν ή να μου επιβάλλουν άλλοι τη ζωή κι εγώ απλώς να εντάσσομαι. Κι έπειτα ένα γερό χτύπημα στη ματαιοδοξία σου, ίσως και να είναι μήνυμα. Η ευκαιρία σου για ζωή. Χωρίς ροζ σκονάκια.
Δεν απάντησε. Δεν ήταν εύκολο για κείνον. Σα να είχε φτιάξει έναν πύργο ψηλό που έπρεπε να γκρεμίσει ο ίδιος.
Τις επόμενες μέρες παρουσίασε στην εκπομπή του δυνατά θέματα και τα ποσοστά τηλεθέασης ήταν παραπάνω από ικανοποιητικά. Είχαν αρχίσει ήδη τα ενημερωτικά τρέιλερ με την ρεπόρτερ Δεκάρα στο κόκκινο υδάτινο σκηνικό του στούντιο και την τελευταία μέρα βγήκε με την διάδοχό του στην εκπομπή για να την παρουσιάσει στο κοινό. Φιλοφρονήσεις εκατέρωθεν, μια χαρά ηθοποιοί που έπαιζαν το ρόλο τους συζητώντας, μετά από δακρύβρεχτα βίντεο, τι οδυνηρό παράγει η ανεργία. Κι όταν έπεσαν οι τίτλοι δεν τόλμησαν ούτε βλέμματα μίσους να ανταλλάξουν.
Όταν έχεις περάσει τόσα χρόνια μπροστά στο γυαλί, όταν είσαι αναγνωρίσιμος από τους πάντες, όταν οι τηλεθεατές κρέμονται από τα χείλη σου και η δύναμή σου είναι τόσο μεγάλη που θεωρείται επικίνδυνη, δεν είναι καθόλου εύκολο να δεχτείς τον υποβιβασμό σου στην παραγωγή του δελτίου ειδήσεων. Τέτοιες σκέψεις κάνει ο Δράκος τις ώρες που βρίσκεται στο Κανάλι και βαριεστημένα πια ασχολείται με την επικαιρότητα. Από την άλλη, δημιουργήθηκε το κατάλληλο κλίμα κι έφυγε με το κεφάλι ψηλά, χωρίς μείωση των αποδοχών και το κυριότερο δεν κάηκε το προφίλ του, ούτε η ζωή του δηλαδή. Συμψηφισμοί. Ας είναι, παρηγοριέται.
Παρατηρεί από το κοντρόλ τη ρεπόρτερ Δεκάρα. “Πρώτα ρεπόρτερ και μετά παρουσιάστρια”, ειρωνεύεται μέσα του την εμμονή της να μην παραλείπει να το τονίζει καθημερινά στον αέρα. Δείχνει σοβαρή και σκληρή, ανηλεής μερικές φορές σαν εισαγγελέας, κυρίως με δημόσιους λειτουργούς. Σε όσους, τέλος πάντων, τομείς απέμειναν στην ευθύνη του δημοσίου την τελευταία δεκαετία. Και με το που μιλά με “απλούς ανθρώπους”, η καραμέλλα της για τους τηλεθεατές, μαλακώνει, η φωνή της πάλλεται, μέχρι και τα μάτια της μπορεί να βουρκώσουν. Αηδία!
Είναι λίγος καιρός τώρα που σε κάθε εκπομπή έχει θέμα για το ασφαλιστικό. Κάθε μέρα δεκάλεπτες συνδέσεις με τηλεθεατές, παλιούς εργαζόμενους που πλησιάζοντας τα συντάξιμα χρόνια διαμαρτύρονται για τη μικρή σύνταξη που θα πάρουν σε σχέση με τα λεφτά που πλήρωσαν τόσα χρόνια. Ακόμη κι αυτοί, που πρόλαβαν ηλικιακά τον απόηχο του αιτήματος για κοινωνική πολιτική, προσαρμόστηκαν γρήγορα στη σύγχρονη φιλοσοφία του “τόσα έδωσα, τόσα να πάρω”.
Ούτε κι ο ίδιος πήρε αμέσως χαμπάρι τη μεθόδευση. Κι ας έπαιζε χρόνια πριν παρόμοια παιχνίδια. Υπήρχε ένα κανονικό μπαράζ εκπομπών που σιγά σιγά κατεδείκνυε τη χρεωκοπία του κρατικού Ενιαίου Ασφαλιστικού Φορέα. Παράλληλα έβγαιναν στην εκπομπή νέοι απασχολούμενοι, πλήρως ή μερικώς, προτείνοντας κατάργηση της υποχρεωτικής ασφάλισης κι ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικού φορέα.
Μια μέρα στο στούντιο έγινε μπάχαλο, οι φωνές ακούστηκαν έξω από το ηχομονωμένο, κίτρινο σαν ίκτερο κτίσμα. Λίγο πριν, η Δεκάρα έβγαλε μία σύνδεση που έκανε το Δράκο μετά από χρόνια να ανατριχιάσει ολόκληρος.
Ήταν ένας άνθρωπος με όμορφο πρόσωπο, καμιά εξηνταριά χρονών, ντυμένος με μια κόκκινη αντιδρωτική φόρμα, έξω από την Εταιρεία Ελέγχου Τροφίμων.
“Ακούστε,είπε. Απασχολούμαι στην εταιρεία πλήρως εδώ και τριάντα οκτώ χρόνια. Από τα εικοσιδύο μου δηλαδή. Τελείωσα με αριστείο σύντομης χρονικής διάρκειας και το δικτυακό πανεπιστήμιο και το μεταπτυχιακό μου, γι’ αυτό δουλεύω από τόσο μικρός. Δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, έξι μέρες τη βδομάδα. Στον πατέρα μου που είναι τώρα εκατόν δέκα ετών, αυτό φαίνεται μεσαίωνας, εκείνος πρόλαβε το εννιάωρο πενθήμερο και τη σύνταξη στα εβδομήντα πέντε. Η γενιά μου συνήθισε.
Όπως συνήθισε να πηγαίνουν οι μισές αποδοχές στον κρατικό Ενιαίο Φορέα Ασφάλισης. Κι ας ξέρω πως δεν έχω ανάλογο αντίκρυσμα ούτε στη σύνταξη, ούτε στη περίθαλψη. Εδώ, έρχονται τα συμφέροντα. Αφού έχει κατασκευαστεί η χρεωκοπία της κρατικής ασφάλισης, με τη βοήθεια των μ.μ.ε. οδηγούν τον απλό κόσμο να δεχτεί, στο όνομα της δήθεν ελευθερίας στην επιλογή ασφαλιστικού φορέα, την προαιρετική ασφάλιση.
Θα με βόλευε, αλλά όχι. Θα είμαι ο τελευταίος που θα υποστηρίξει κατάργηση της ασφάλισης από το δημόσιο φορέα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί είμαι ακόμη άνθρωπος, δεν είμαι τεχνολογικό θαύμα. Όσο έχω δυνάμεις κι αντέχω, θα παλεύω για το Εμείς. Και για μια αξία. Θυμάται κανείς σας τι είναι οι αξίες; Για μια κοινωνία από τον καθένα μας με ότι μπορεί, στον καθένα μας με ότι έχει ανάγκη. Δε βλέπετε αλήθεια τι πάνε να κάνουν; Να αφήσουν την ίδια μας τη ζωή στα χέρια εμπόρων. Είσαι υγιής, με πλήρη απασχόληση; Δως μας τόσα και ζεις. Δεν είσαι ικανός, έχεις ειδικές ανάγκες, άνεργος ή άτυχος; Ψόφα. Δε βλέπετε πως δεν υπάρχουν πια άρρωστοι, αλλά μόνο νεκροί;”
Όταν η φωνή του έσβησε στη λέξη “νεκροί”, ο Δράκος είδε τους καλεσμένους που άρχισαν να μιλάνε έντονα, όλοι μαζί. Οι υπουργοί κι οι διοικητές της κυβέρνησης έλεγαν για τα χρέη που άφησε η κακοδιαχείριση των προηγούμενων, χωρίς να λείπουν και οι αιχμές περί κλεφτών. Η αντιπολίτευση αντέτεινε πως εκείνοι έβαλαν τις βάσεις αλλά οι καινούριοι ή ανίδεοι είναι ή εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων συγκρούονταν επίσης μεταξύ τους ανάλογα με το αν εκπροσωπούσαν παλιούς εργαζόμενους ή νέους απασχολούμενους. Διαιρέστε το και συνδικαλιστικά αυτό. Αντιπρόσωποι καταναλωτικών περιφερειών φώναζαν πως αφού δεν τους υπολογίζουν, θα παρακινήσουν τους πολίτες να πραγματοποιούν όλες τις οικονομικές συναλλαγές τους με το εξωτερικό. Τις έντονες φωνές συνόδευαν χειρονομίες, χτυπήματα στο τραπέζι, πέταγμα χαρτιών στα μούτρα αντιπάλων, η χαρά του κοινού των reality.
Τότε αποφάσισε να επέμβει η “πρώτα ρεπόρτερ και μετά παρουσιάστρια” Δεκάρα: “Κύριοι, ψυχραιμία. Είναι ένα θέμα που απασχολεί όλους. Γι’ αυτό και -τώρα μου ήρθε η ιδέα- θα διοργανώσουμε ψηφοφορία. Από αύριο θα επικοινωνούν μαζί μας οι τηλεθεατές και θα απαντούν Ναι ή Όχι στο ερώτημα: Συμφωνείτε να καταργηθεί η υποχρεωτική ασφάλιση και να εφαρμοσθεί η προαιρετική;”
Να΄το, το ξεφούρνισε η βρώμα, ψιθύρισε ο Δράκος. Εκεί το πήγαιναν το πράμα. Πάει και το τελευταίο οχυρό, όλα στους ιδιώτες. Ούτε εγώ δε θα τα κατάφερνα έτσι.
Και συνέχισε η Δεκάρα: “Σας ευχαριστώ όλους που ήσασταν εδώ, ιδιαίτερα ευχαριστώ το κοινό μας. Θα τα πούμε πάλι αύριο με συγκλονιστικές αποκαλύψεις περί του ασφαλιστικού θέματος. Κι όπως είπαμε με την ψηφοφορία μας, που η δύναμή σας αγαπητοί τηλεθεατές θα δώσει την ισχύ ενός πραγματικού δημοψηφίσματος”.
Όταν το στούντιο άδειασε, την έπιασε βιαστικά από το χέρι και της είπε χαμηλόφωνα:
-Μα δεν καταλαβαίνεις πόσο σκληρό είναι στο 2040, μ’ όλη αυτή την εξέλιξη, με μέσο όρο ζωής τα 140 χρόνια, να λες στον άλλον ότι αν δε μπορείς να πληρώσεις, δε ζεις; Ότι πλήρωναν όλοι φόρους τόσα χρόνια για επιστημονική έρευνα, και το επίτευγμα της παράτασης ζωής θα καρπωθούν οι λίγοι;
-Εγώ δε λέω τίποτα, τη δουλειά μου κάνω. Όπως άκουσες, ο κόσμος θα αποφασίσει. Κι εσύ να κοιτάς τη δική σου δουλειά.
Για μέρες συνεχίστηκε ο τηλεοπτικός βομβαρδισμός, ενώ το Κανάλι συγκέντρωνε τα Ναι και Όχι των τηλεθεατών. Εκπρόσωποι της S.O.S αλλά και του έτερου ασφαλιστικού μεγιστάνα HELP διασταύρωναν μελιστάλαχτα στο γυαλί τις απόψεις τους με κυβερνητικούς παράγοντες. Το πράγμα είχε τελειώσει, ήταν θέμα επίσημων ανακοινώσεων. Οι δημοσιογράφοι άνοιξαν το θέμα, παρέσυραν τη κοινή γνώμη στη χειρότερη λύση, πίεσαν την κυβέρνηση και μετά…ήρθαν τα μέτρα.
Ναι, είπε ο κόσμος. Την επομένη κιόλας Ναι στην κατάργηση υποχρεωτικής ασφάλισης και στην ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικού φορέα. Ο τύπος μεθόδευσε, ο κόσμος παραπλανήθηκε, η εξουσία θεσμοθέτησε, η νέα πραγματικότητα εφαρμόστηκε. Και τα διαπλεκόμενα συνεχίζονται.
Μοιάζει, θυμάται ο Δράκος, με την ιστορία που έγινε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα με το Χρηματιστήριο. Έβγαιναν δυο τρεις δημοσιογράφοι γλοιώδεις, συμπαθείς στο κοινό, βαλτοί βέβαια, και για μήνες έλεγαν “παίχτε στο χρηματιστήριο, να οι εταιρείες που έχουν άνοδο οι μετοχές τους, θα βγάλετε λεφτά”. Πολύς κόσμος έδειξε εμπιστοσύνη στην προτροπή τους κι έχασε περιουσίες, κάποιοι αυτοκτόνησαν. Στημένη η κομπίνα, οι μετοχές ανέβηκαν στα ύψη, όλοι αγόραζαν, και ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν, για να βγάλουν δις ελάχιστοι πολιτικοί κι επιχειρηματίες. Έφαγαν τα λεφτά των μικροεπενδυτών και κανείς δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Τώρα έβαλαν στο μάτι την ίδια τη ζωή.
Νιώθει περίεργα άβολα που καταλαβαίνει, που ξέρει τι γίνεται. Μια σύγχυση για το θυμό που έχει ανέβει σαν κόμπος στο λαιμό. Οργή με το παρασκήνιο που παίχτηκε, ακόμη περισσότερο για τη δύναμη που δεν έχει πια. Και τι να κάνω όμως; αναρωτιέται. Είναι αργά πια. Δεν έχω περιθώριο, αλλά ούτε και πρόσωπο για την αλήθεια.
Έμεινε μέχρι αργά στο Κανάλι, έτσι, χωρίς να κάνει κάτι, πιο πολύ για να μη γυρίσει σπίτι. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα με κανέναν. Κι όταν γύρισε και βρήκε τη γυναίκα του να κοιμάται, ένιωσε ανακούφιση. Πήρε ένα ποτήρι αποσταγμένο νερό, έριξε μέσα τη ροζ σκόνη και το ήπιε μονορούφι. Έπεσε στο πλάι να κοιμηθεί, αλλά άργησε πολύ.
Άργησε και να ξυπνήσει. Πετάχτηκε αγχωμένος κι είδε τη γυναίκα του δίπλα, ξύπνια, να τον κοιτάζει μ’ ένα όμορφο χαμόγελο στα χείλη. Ζήλεψε. Και της είπε αμέσως αντί για καλημέρα, λες κι ήθελε να της το χαλάσει:
-Είδες την εκπομπή της χθες; Είδες τι έγινε; Τα πέρασαν τα μέτρα οι αλήτες, τα κατάφερε κι αυτό το αρχίδι κι όλοι τους.
Αντί για απάντηση είδε ξανά το γλυκό της χαμόγελο. Και συνεχισε:
-Τι να κάνεις όμως; Αφού δε μπορώ να σώσω το κόσμο…,το τόνισε σαρκαστικά. Τουλάχιστον δε θα με σιχαίνεσαι εσύ βλέποντάς με στην οθόνη. Δε πάνε να γαμηθούνε όλοι. Δε μιλάς;
-Είδα ένα όνειρο χθες, του είπε με το ίδιο χαμόγελο. Ήμασταν, λέει, όπως τότε που ερωτευθήκαμε, μέσα σ’ ένα ζαχαρένιο σύννεφο που ταξίδευε χαμηλά σαν αερόστατο, πάνω από τη Καστέλλα και τη θάλασσα, και πήγαινε προς τα νησιά, κι εμείς ήμασταν ελαφροί σαν αστροναύτες, πότε κυλιόμασταν στο σύννεφο μέσα και γεμίζαμε ζάχαρη, πότε του φεύγαμε και κόβαμε κομμάτια από σοκολατένιες βαρκούλες, ξαναγυρίζαμε και βλέπαμε το κόσμο από ψηλά και καθόλου σκοπό δεν είχαμε να κατέβουμε ξανά κάτω στη γη, μέχρι που είδαμε ένα νησί που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο, εκεί μας άδειασε απαλά το συννεφάκι, όχι ότι θα παθαίναμε τίποτα γιατί τα κορμιά μας απλώς έρρεαν, εκεί λοιπόν τα βράχια ήταν παγωτένια κι η άμμος από κακάο και κανέλλα, που όταν ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι πάνω της και φιληθήκαμε, αρχίσαμε να λιώνουμε σαν καραμέλλα, όλα έγιναν ένα μελί σιρόπι που σκέπασε τη θάλασσα και τη γη ολόκληρη.
2 replies on ““Αντί ονείρου”, ένα διήγημα αφιερωμένο σε όλους εκείνους που όταν ακούνε «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» κοκκινίζουν από εντροπία”
yparxoyn poloi drakoi telika…
KAI OPWS THA ELEGE KAI O POIHTHS…”OPOIADIPOTE OMOIWTHS k.l.p.”