Θα ήταν, όμως, πραγματικά αφελές από τη μεριά μας να εμπιστευθούμε την δύναμη των ιστορικών και την πρόθεση τους, όταν διακυβεύονται πολύ σημαντικά για την διατήρηση της εξουσίας σημεία. Έτσι και σήμερα ιστορικοί, διανοούμενοι και καλλιτέχνες προσπαθούν να περιγράψουν τον εμφύλιο, και επιτέλους να κλείσουν «ένα κεφάλαιο ντροπής» για την κυριαρχία.
Εδώ και μια δεκαετία, σε μια τουλάχιστον σοβαρή φυλλάδα της αστικής τάξης, κυκλοφορούν άρθρα από «ευγενικούς και καθωσπρέπει» αρθρογράφους, που μιλούν για ήττα της δεξιάς στον εμφύλιο. Σαν ήττα παρουσιάζουν το ότι δεν έθαψαν μια για πάντα, την αντισυστημική γλώσσα (γλώσσας με έργα) μιας αντισυστημικής αριστεράς με καθαρά ουμανιστικά χαρακτηριστικά. Ντρέπονται, λένε, διότι μετά τον εμφύλιο οι καλλιτέχνες τους παρουσίαζαν προδότες και τέρατα. Στην ουσία έχουν διαγνώσει ότι στο πραγματικό πολιτικό επίπεδο νίκησε ο ηττημένος, άσχετα αν προσπάθησαν να τον εξαφανίσουν. Τα άρθρα είχαν για τίτλο «η ρεβάνς της αριστεράς», «η πολιτιστική δικτατορία της αριστεράς», και άλλα ευφάνταστα.
Για χρόνια η δεξιά (αστική πολιτική) ήθελε όσο – όσο να αγοράσει κάποιους από τους καλλιτέχνες της αριστεράς. Να προσφέρουν μια ποιοτική αναβάθμιση στο επίπεδό της, μήπως και αποτινάξει επιτέλους τον μανδύα του χίτη, του ταγματασφαλίτη, του γερμανοτσολιά και του μαυραγορίτη, που με επιείκεια η βιωματική μνήμη των ηττημένων που επέζησαν τους είχε προσδώσει.
Όταν λοιπόν τα χρόνια περάσαν και η πολιτική συνείδηση υποχώρησε, δόθηκε χώρος στο μελό (συναισθηματικό είδος κινηματογράφου ανόητων κινηματογραφιστών) να περιγράψει κομμάτια της ιστορίας μας, ή αλλιώς να ανοιχτεί εκ νέου το ζήτημα του εμφυλίου με αφορμή μια ταινία (καλής φωτογραφίας η αλήθεια είναι) απαράδεκτη σύμφωνα με τα πολιτικά μας κριτήρια. Η ταινία του Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» φέρνει σε ρόλο πρωταγωνιστή ανθρώπους που δεν ήταν στο πολιτικό επίκεντρο την τότε εποχή και -ενώ αυτό θα μπορούσε να ειδωθεί με θετική χροιά- τους παρουσιάζει χωρίς το πολιτικό υπόβαθρο της εποχής (διωγμούς και βασανιστήρια), πλήρως ξώφαλτσους σε μια ιστορία άλλων.
Δεν θέλουμε όμως να σταθούμε εκεί, αλλά στην αναπαράσταση της ζωής που δημιουργεί την ιστορία. Η δημόσια σφαίρα που έχει συγκροτηθεί γύρω από το ζήτημα αυτές τις μέρες, αποτελείται από τον σκηνοθέτη (την ταινία – ματιά του), τους δημοσιογράφους (εντολοδόχους της αστικής πολιτικής, αλλά και τους καλύτερους και πιο επικίνδυνους όλων, τους εναλλακτικο-ευαισθητο-αριστερο-δεξιο-ψαγμένους ρουφιάνους), και τους ανόητους πάσης φύσης. Ο πρώτος (αριστερός κάποτε) καταλήγει σε κελεύσματα εθνικής συμφιλίωσης και έχει για χορηγό διάφορα υπουργεία, την εφημερίδα Καθημερινή κ.α., οι δημοσιογράφοι της Καθημερινής και του ΣΚΑΙ πετάν τη σκούφια τους και λένε με ύφος χιλίων πιγκουΐνων ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το θέμα, και τέλος οι ανόητοι – αν και θα’ πρεπε να’ ναι αμέτοχοι- ανιστόρητοι και ανίδεοι επιζητούν απλά τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Όλα δηλαδή οδηγούν στο συμπέρασμα της εθνικής συμφιλίωσης με το άλλοθι “aristerou” σκηνοθέτη. Κρίμα για τους μωρούς που θα τους πιστέψουν.
Η ιστορία είναι κολάζ βιωματικών ιστοριών που δεν παραγνωρίζουν το περιβάλλον και η τέχνη που την «αναπαριστά» μεγαλείο που λίγοι αγγίζουν, διότι δεν το έχουν οι πουλημένοι τελικά.
Η φωτογραφία είναι από: https://www.deviantart.com/join/?from=mature&deviationid=46782418