Επρόκειτο κατά γενική ομολογία για την πιο ζωντανή, παιχνιδιάρικη και πολύχρωμη κατάληψη που έχει πραγματοποιηθεί. Ο Γκυ Ντεμπόρ κρεμάμενος σε ένα μεγάλο πανό στις σκάλες της εισόδου έδινε αμέσως το στίγμα των ανατρεπτικών καταστάσεων που συντελούνταν στο προορισμένο για «αριστοκρατική» χρήση κτίριο. Πολλοί από τους καταληψίες από την άλλη, γνωρίζοντας πολύ καλά το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της ελληνικής βιομηχανίας του θεάματος, ήταν από την πρώτη στιγμή απαξιωτικοί ως προς την συμβολική αξία του κτιρίου. Θεωρούσαν ότι ούτε η σκηνή, ούτε η ηχητική της ήταν αντάξια των διεθνών στάνταρντς για να ανέβει μια παράσταση όπερας. Έτσι κι αλλιώς «από τύχη και μόνο δεν κάηκε τον Δεκέμβρη» σιγόνταραν κάποιοι άλλοι…
Το θέμα τελικά δεν ήταν το κτίριο αλλά η χρήση του από τους ανθρώπους που το λειτουργούν. Η βασική μεταστροφή ήταν σίγουρα η ανοιχτή πόρτα, η ελεύθερη είσοδος χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις για 50ευρω στην τσέπη. Η Ελληνική Λυρική Σκηνή μετατράπηκε σε Εξεγερμένη Λαϊκή Σκηνή. Η καθημερινή γενική συνέλευση αυτοοργάνωνε την διαχείριση του κτιρίου, συντόνιζε τις δεκάδες προτάσεις που ακούγονταν σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκδηλώσεων για την επόμενη μέρα, και κυρίως συζητούσε γύρω από την έννοια της τέχνης, την χρήση της στην καπιταλιστική κοινωνία και την σχέση της με την τέχνη της ζωής, του δρόμου της εξέγερσης. Στις συνελεύσεις συμμετείχαν εκατοντάδες άτομα και σχεδόν όλοι/ες θελαν να μιλήσουν! Ασφαλώς αυτό σε ορισμένα ζητήματα δυσχέραινε την εξαγωγή συλλογικού συμπεράσματος, αλλά ήταν ήσσονος σημασίας μπροστά στην κοινή συμφωνία ότι «να μάθουμε να μιλάμε και να ακούμε τον άλλον, αυτό είναι επαναστατικό».
Το μεγάλο πανό στη είσοδο περιέγραφε με λίγες λέξεις τον χαρακτήρα της κατάληψης. «Τέχνη μας η ζωή, θέατρο μας ο δρόμος». Έτσι η σκηνή της Λυρικής γέμισε από ζωή. Όσοι κατείχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία παρέδιδαν μαθήματα στους «άτεχνους», μαθήματα χορού, κινησιολογίας, πολεμικών τεχνών, αυτοσχεδιασμών, «πώς να αγγίζεις τον μπάτσο» κι άλλα πολλά αν μη τι άλλο διδακτικά ή έστω χαλαρωτικά (π.χ. μασάζ). Επίσης η σκηνή της Λυρικής φιλοξένησε διαλέξεις γύρω από την ιστορία της τέχνης και προβολές αντίστοιχης θεματικής, όπως και κουβέντες για την αλληλεγγύη στους συλληφθέντες της εξέγερσης και την Κούνεβα.
Όμως το κυρίως έργο διαδραματίστηκε στον δρόμο. Το σήμα δόθηκε από το δεύτερο κιόλας βράδυ, όταν μια ομάδα μουσικών σκέφτηκε να δοκιμάσει την ακουστική της Ακαδημίας στο κλαρίνο και τα ταμπούρλα. Αμέσως ο κεντρικός δρόμος γέμισε εκατοντάδες φωνές που τραγουδούσαν και σώματα που χόρευαν, φτιάχτηκαν οδοφράγματα με τα κυριλέ διαχωριστικά της Λυρικής, ενώ η διμοιρία των ΜΑΤ στο κλασσικό σημείο λίγο πιο περά αδυνατούσε να απαντήσει στην επίθεση χαράς και δημιουργικότητας που δεχόταν. Την Κυριακή το μεσημέρι δόθηκε η κορυφαία παράσταση μπαλέτου που έχει παιχτεί ποτέ στο κτίριο. Τα ηχεία έπαιζαν κλασσική μουσική και οι μπαλαρίνες ξεχύνονταν ανά διαστήματα στον δρόμο, δίνοντας μια μοναδική χορευτική ερμηνεία μπροστά σε ακινητοποιημένα λεωφορεία και αυτοκίνητα. Στα μουσικά διαλείμματα, οι μπαλαρίνες κάθονταν χαμογελαστές στα κάγκελα του Αβραμόπουλου, οι οδηγοί περνούσαν κοιτώντας με το βλέμμα κάποιου που μόλις είδε… εξωγήινους μπροστά του και η κίνηση στην μητρόπολη ξαναδιακοπτόταν για να γίνει μέρος της κίνησης των χορευτριών. Τέχνη όμως δεν είναι μόνο το μπαλέτο, είναι και το ποδόσφαιρο, το βόλεϊ, τα μήλα, τα «αγαλματάκια ακούνητα» κι άλλα παιχνίδια-τελετές στην κοινή πατρίδα όλων μας, όλων όσων είτε γνώρισαν ή δεν γνώρισαν αλάνες, έμαθαν από μικροί να παίζουν στους δρόμους.
Αυτές κι άλλες πολλές «παραστάσεις» δίνονταν καθημερινά στην Εξεγερμένη Λυρική Σκηνή, παραστάσεις που δεν μπορούσες να καταλάβεις ποιοι ήταν οι δράστες και ποιοι οι θεατές. Η αυλαία έπεσε το Σάββατο 07/01 με μια «μουσική» πορεία από την Λυρική μέχρι το πάρκο Κύπρου και Πατησίων στην οποία συμμετείχαν γύρω στα 350 άτομα. Η πορεία στο πέρασμα της χρωμάτισε με στένσιλ τους τοίχους της Πατησίων και έδωσε άλλη μια μοναδική παράσταση εξεγερμένου μπαλέτου στο Πάρκο. Η Λυρική επέστρεψε στους νόμιμους ιδιοκτήτες της και στην κανονικότητα που πρότασσε την ομαλή διεξαγωγή της όπερας «Ζιζέλ», ενός έργου που προτάσσει την ταξική συμφιλίωση μέσω του έρωτα μιας χωριατοπούλας με έναν αριστοκράτη. Ταξική συμφιλίωση που δυστυχώς αποδέχτηκαν κι οι εργαζόμενοι καλλιτέχνες για το συγκεκριμένο έργο, ζητώντας μαζί με τους εργοδότες τους την λήξη της κατάληψης…
Ομάδα αντιρεπόρτερ
Υ.Γ. Τα ΜΜΕ επέδειξαν την ίδια αμηχανία ως προς την κάλυψη της κατάληψης που είχαν επιδείξει και στην περίπτωση της κατάληψης της ΕΣΗΕΑ. Μην μπορώντας να διαστρεβλώσουν ή να ενσωματώσουν κινήσεις που προβάλλουν ξεκάθαρα επιθετικά χαρακτηριστικά ως προς την ίδια την έννοια του θεάματος και της εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί, προτίμησαν στην πλειοψηφία τους να αποσιωπήσουν την κατάληψη. Εξαίρεση αποτέλεσε η «Πανδώρα» του Λαμπράκη που με ένα ελεεινό κείμενο ανακάλυψε πίσω από τους καταληψίες (ποιον άλλον;) τον ΣΥΡΙΖΑ, και απορούσε «Τι φταίει η Λυρική;» για όλα τα αιματηρά ιστορικά γεγονότα που παρατίθενται σε κείμενο της κατάληψης μαζί με τις όπερες που ανέβηκαν το ίδιο διάστημα, όταν το ίδιο ακριβώς το κείμενο είχε ως σκοπό να καταδείξει την αιματηρή συνενοχή της αστικής τέχνης και την απάθεια της για τις ταξικές συγκρούσεις. Άξιος ο μισθός της…
Ο Γ. Τριάντης της Ελευθεροτυπίας από την άλλη επιδόθηκε σε μια πιο «αγωνιστική» διαστρέβλωση της κατάληψης. Στο κάλεσμα της κατάληψης να συμμετέχουν σε αυτήν κι άλλοι εργαζόμενοι πέρα από τους ανθρώπους της τέχνης, ο δημοσιογράφος κατάφερε να δει αναπαραγωγή των ρόλων καλλιτέχνη-θεατή κι όχι το ακριβώς αντίστροφο, που είδαμε όλοι. Τέλος, στο κάλεσμα της κατάληψης προς τους εργαζομένους της Λυρικής να δουν την γενικότερη εργασιακή επισφάλεια που επικρατεί στον συγκεκριμένο χώρο, με αφορμή την αγωνία τους ότι δεν θα πληρωθούν λόγω της κατάληψης, ο κ. Τριάντης είδε μια αφ’ υψηλού θεώρηση των εργαζομένων, κι όχι τον διάλογο ανάμεσα σε δυο εργασιακά υποκείμενα που έτσι κι αλλιώς (είτε έχει κατάληψη, είτε όχι) ζουν μέσα στην εργασιακή ανασφάλεια. Τουλάχιστον ο δημοσιογράφος ήταν ειλικρινής ως προς τον τίτλο που διάλεξε: «Το δόκανο της αμηχανίας»…