(ή μερικές σκέψεις για το θάνατο του ομοιώματος του θεού)
του Χαράλαμπου Μπαλτά
babisbaltas@gmail.com
«Αυτός ο κόσμος», αυτός ο φαινομενολογικός, θεολογικός, αισθητικός και ρητορικός κόσμος, ανοιχτός σε ερωτήματα και διανοίξεις του νου, αφήνει στις αναστοχαστικές κρίσεις μετέωρο το αν τον αγαπάμε ή αν αδιαφορούμε γι’ αυτόν. «Αυτός ο κόσμος» δεν είναι μια απλή συνθήκη παραγωγής νοήματος αλλά η αναγκαία συνθήκη για να ξεπεράσουμε την διάσταση ατομισμού και ολισμού, αναγκαία συνθήκη για εκφορά επιστημολογικής κρίσης. Με φωτιά γεμάτους τους δρόμους αυτός ο κόσμος μας κάνει ακόμη πιο πολύ ανθρώπους του σπηλαίου του Πλάτωνα: πολλές παρομοιώσεις, πολλές μεταφορές, πολλές εικασίες προκειμένου να μιλήσουμε – και αβεβαιότητα για την κρίση μας. Στο φως της ημέρας των ειδήσεων οι σβησμένες φωτιές παραμένουν σαν τα αναμμένα κεριά μέρος της μεταφυσικής μας καθώς αυτό το τριήμερο του πένθους, του σωτήριου έτους 2008, μ’ ένα θάνατο να τον πλησιάζουμε τόσο κοντά, με τόσους θανάτους (των αντικειμένων) γύρω μας, επιβεβαιώνεται η συνθήκη της σκέψης του αιώνα μας: καταγόμαστε από τον θάνατο και αν μισούμε την καταγωγή μας είναι γιατί έχουμε ανάμνηση μιας ουτοπίας της παιδικής ηλικίας μακριά και πέρα απ’ αυτόν που μπορεί να γίνει συνθήκη του μελλοντικού στοχασμού για ένα σοσιαλισμό που θα μας χαρίζει ένα τρόπο, όχι να ζούμε, αλλά να πεθαίνουμε.
Σκέψη και πολιτικές, να το πρόβλημα. Η καταστροφή αυτών των ημερών δείχνει το πέρασμα από τον παλιό κόσμο στον καινούριο μα φαίνεται πως μάτια δεν έχουμε να (το)τον δούμε. Η πολιτική της καταστροφής, πολιτική που απαντά στην πολιτική της βίας αντιδικεί με την συλλογική οργάνωση των αγώνων και μοιάζει να μην υπάρχει γέφυρα που να ενώνει και να κάνει επικοινωνήσιμη την αριστερά με την αναρχία. Κι όμως ήταν μια καλή στιγμή να ασκήσουμε όλοι μας την αποβλεπτικότητά μας πάνω στο θάνατο των αντικειμένων και να αναφωνήσουμε :πάει ο παλιός ο κόσμος! Τα μυαλά μας είναι μια κατάσταση του νου όπου η ψύχωση δεν αναγνωρίζει όρια και το περιβάλλον μας μετατρέπεται σε διανοητική συνθήκη. Βγαίνουμε από τις εικόνες για να προσχωρήσουμε σ’ ένα κόσμο αφής, χειρονομίας, πράξης και αισθητικής. Η διάδραση με τα πεθαμένα αντικείμενα – κεφάλαιο, εμπορεύματα, μηχανές, κράτος, αντικείμενα – συγκροτεί τις πτυχώσεις της υποκειμενικοποίησης και σπρώχνει την υποκειμενικότητα στην αναμέτρηση της με τον θάνατο. Αυτή η φαινομενολογία του κόσμου ενάντια στην καθημερινότητα, τη χειραγώγηση των σημαινόμενων και τον φετιχισμό της αποστασιοποίησης μέσω της λατρείας του αναβαλλόμενου προς μέθεξη κόσμου, μας συγκροτεί και μας υπερβαίνει – όσο η σκόνη να καθίσει και μια νέα επιτελεστικότητα να διαδεχτεί το πρωτόκολλο του προγραμματισμένου, γραμμικού και ορθολογικού χρόνου.
Η θεωρία των συλλογικών δράσεων, των οργανωμένων μορφών πολιτικής, του κόμματος και της μεθόδου που συσχετίζει τα μέσα με τους σκοπούς, η θεωρία με άλλα λόγια της αριστεράς, δεν μπορεί πάει παραπέρα τον κόσμο παρά ένα βήμα πριν την καταστροφή του, χωρίς να αναλαμβάνει το τέλος του, γιατί την τελευταία στιγμή η φαινομενολογία μετατρέπεται σε υπαρξισμό και αναρωτιέται τα πάντα – μεταξύ αυτών και η αναστοχαστικότητα για την δημοκρατία. Φαίνεται (χωρίς να είναι και πολιτικά λογικό) πως η αριστερά μας δεν ξέρει να κάνει τον θάνατο παρά μόνο ένα τερατώδες συμβάν. Ακόμη και η πτώση της κυβέρνησης γίνεται κατηγορική προσταγή ή ένας ακόμη νεοκαντιανισμός του τύπου «αυτή η κυβέρνηση πρέπει να πέσει». Η πολιτική δεν είναι τίποτα άλλο για την αριστερά παρά μόνο φυσικές επιστήμες με πρακτικό λόγο. Κι αυτό είναι ένα επιστημολογικό πρόβλημα γιατί δεν έχει να πάει τον κόσμο παραπέρα, τουλάχιστο μέχρι την περιγραφή του με όρους όχι θετικιστικούς, αλλά συμμετοχικής παρατήρησης. Αν η αναρχία παράγεται από χαοτικά και δικτυακά μοντέλα χωρίς πρόθεση, νοήματα, σχέσεις αιτίου και αιτιατού, η αριστερά παράγεται από χιλιοειπωμένες κατασκευές που απομακρύνονται κάθε μέρα από την δυνατότητα για ενεργή ανάμειξη των ανθρώπων της. Η αριστερά του ΚΚΕ μας λέει πως όλες οι καταστροφές είναι προς όφελος της κυβέρνησης, το σύστημα (ΚΚΕ – ΝΔ – ΛΑΟΣ) πως ο ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει τον αντιεξουσιαστικό χώρο, το ΠΑΣΟΚ (κι όλα τα κόμματα) το πόσο σημαντικές είναι οι ατομικές ιδιοκτησίες και ο ΣΥΡΙΖΑ πως αν τον άκουγαν θα είχαν βρει την λύση τους αυτά τα προβλήματα. Κοντύτερα στην πολιτικοποίηση των αγώνων που λαβαίνουν χώρα στην περίοδο μετά την δολοφονία του έφηβου Αλέξανδρου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς η μίνι πλατφόρμα που κατέθεσε για την διέξοδο από τη κρίση ήταν και η μοναδική, δεδομένης της απουσίας υπερπολιτικοποίησης των αγώνων από την Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ωστόσο το σχέδιο της μεγάλης αφήγησης είναι ακόμη εκκρεμές – όσο κι αν είναι ορατό πως ανεξάρτητα το πόσο δημοκρατικός θα είναι ο δρόμος για τον σοσιαλισμό, τέτοιες καταστάσεις θα είναι αναπόφευκτες. Η Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και είναι προς τιμήν της, είναι αυτή που στα πλαίσια της αναπτύσσεται ένα διάλογος περί έκρηξης ή εξέγερσης, οργανωμένου και αυθόρμητου, πολιτικού ή υπερπολιτικοποιημένου με τον τρόπο που έχει μιλήσει για τον κοινωνικό σχηματισμό ο Νίκος Πουλαντζάς. Γιατί αν το κράτος είναι η συμπύκνωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, όταν αυτό αποδομείται, όπως τώρα στον νεοφιλελευθερισμό, τότε και η ταξικότητα παραμονεύει και σε άλλες περιοχές, «εκτός κράτους».
Το κράτος πιέζεται να λειτουργήσει. Διαφορετικά θα συμβεί εδώ και τώρα κήρυξη του κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μετά τη δολοφονία όλα πρέπει να λειτουργήσουν και κανονικότητα σημαίνει αυτοκίνητα στους δρόμους, κατανάλωση, ευρώ για ανταλλαγή, shopping and fucking. Να μια άλλη φαινομενολογία των αισθήσεων αυτού εδώ του κόσμου! Και όλοι να ξέρουν από πολιτική επιστήμη και να μιλούν για κοινωνικό συμβόλαιο, δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας, Hobbes, Locke και το κακό συναπάντημα! Άγια βία του θεού, της Παλιάς διαθήκης και της θείας εκδίκησης! Πέθανε ο Θεός σημαίνει πέθανε ο άνθρωπος και γι’ αυτή τη νεωτερικότητα που ζούμε όλο το κακό του αιώνα είναι ο διαφωτισμός που μας έγινε Άουσβιτς! Τόσοι θάνατοι σημαίνει ένας αιώνας θανάτου! Πολιτικού θανάτου μιας βιοπολιτικής που βλέπει τις σάρκες έτοιμες να χάσουν την αγιότητά τους και να γίνουν βορά της αστικής τάξης (και των μικροαστών) αυτού του παλιού κόσμου που ξέρει από ιεραρχίες και εντολές! Ο νεοκαντιανισμός σ’ όλο του το μεγαλείο!
Η πολιτική δολοφονία πάει μαζί με τα Εξάρχεια, το Παλαιό Βαρβάκειο, το Πολυτεχνείο, αλλά και με την μνήμη από τις μεταβιβάσεις τόσων γενεών. Η ψυχαναλυτική διαδικασία της μεταβίβασης μας φέρνει αντιμέτωπους με την φαινομενολογία του ορατού. Όσο περνούν τα χρόνια οι κωδικώσεις θα είναι τέτοιες που όλο και λιγότερο θα βλέπουμε αυτά που λέμε έτσι ώστε να μπαίνουμε σε μια μεταφυσική από λόγια, τόσο ισχυρά και τόσο αληθινά όσο και οι βεβαιότητες που μας αφήνει η νύχτα όταν τα αντικείμενα δε είναι εμπόδιο στο πνεύμα, όπως συμβαίνει με το φως της ημέρα. Η φαινομενολογική συνθήκη του βλέμματος θα είναι της τάξης της ενόρασης με πολλές διανοίξεις των αισθήσεων που μόλις και μετά βίας θα συγκρατιούνται αυτά που βλέπουμε κάπου για να μπορούμε συνεχώς να ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους.
Σ’ αυτή τη συνθήκη οι μάσκες του Διονύσου – οι μάσκες όλων αυτών που δρουν πολιτικά και μεταμορφώνονται για τις επιτελέσεις του πολιτικού θεάτρου – επιτείνουν την φευγαλεότητα των νοημάτων κάνοντας το πεδίο βαρύτητας ασταθή χώρο κανονικοτήτων και εντροπίας. Ο θετικισμός της αποστασιοποιημένης παρατήρησης δεν έχει τίποτα φαινομενολογικό και ψυχαναλυτικά δόκιμο να μας προσφέρει – τουναντίον μας σπρώχνει εκεί που βρίσκεται και η σημερινή άσκηση εξουσίας, στο έλλειμμα του πραγματικού. Ίσως το μελλοντικό διακύβευμα να είναι μια σχέση θεωρίας και πράξης τέτοιας που πράξη να θεωρούμε την γέννηση μιας καινούριας εικόνας. Όλα αυτά που λέμε θα κρίνονται από την ικανότητά τους να εικονοποιηθούν – κι αυτό είναι μια άλλη επίσης μορφή του πλατωνικού σπηλαίου.
Χρειάζονται, χάριν της σκέψης και της πολιτικής που έρχεται από το μέλλον, μια σειρά από ζητήματα να τεθούν, ζητήματα που να επιβεβαιώνουν την ρητορικότητα με τη μορφή της διαλεκτικής όλων αυτών που μπορεί να είναι επισκέψιμα. Ποια είναι τα ζητήματα που μπορούν να αναδειχτούν μέσα από μια διαδικασία βίας και καταστροφής δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών; Να μερικά:
Γιατί η βία εχθρεύεται την δημοκρατία και κάνει τα νέα πολιτικά υποκείμενα να είναι ενάντια στη δημοκρατία; Πώς ερμηνεύεται η παρουσία των μεταναστών στον αντιαυταρχικό αγώνα ενάντια στην κρατική καταστολή; Πώς μπορούν να είναι χρήσιμοι οι δάσκαλοι των αγώνων που θητεύουμε όλη αυτή την περίοδο που προηγείται των αγώνων που έπονται της δολοφονίας, όπως ο Agamben, o Ranciere, o Badiou, o Virno, o Negri, o o Guattari, o Deleuze, o Luhman και o Baudrillard; Τι σημαίνει μια ανάλυση που προσδιορίζει την παραγωγή πολιτικής κρίσης με βάση τα συναισθήματα; Όπως επίσης τι σημαίνει η εφαρμογή επικοινωνιακών μοντέλων στην ανταλλαγή μηνυμάτων τα οποία να μπορούν να κατανοούν (ή να εξηγούν) την σχέση λόγου και δράσης (ή αντίδρασης) πολύ πέρα από ατομικιστικές και υποκειμενικοκεντρικές προσεγγίσεις; Και όλα αυτά πώς μπορούν να σηματοδοτούν το πέρασμα από την μεγάλη αφήγηση – τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας – στις αυτοβιογραφούμενες παραγωγές του εαυτού και την κατασκευαστική από μέρους των υποκειμένων παραγωγή του κόσμου, όπου το έλλειμμα (ή η έλλειψη) προσδιορίζεται συγχρόνως στα υποκείμενα και το πραγματικό; Καθώς επίσης, για ποιο κοινωνικό συμβόλαιο μπορούμε να μιλάμε, για ποια δικαιώματα και για ποια ατομική ιδιοκτησία όταν οι πολιτικές συμμετοχές αυτού του αγώνα είναι άτομα χωρίς ιδιότητα του πολίτη, μετανάστες ή πρόσφυγες που γνώρισαν καλά από κοντά τις δύο εξουσίες, αυτές της καταστολής και της οικονομίας και τώρα ελλείψει πολιτικών κατά της ακρίβειας και αναδιανομής του εισοδήματος βεβηλώνουν κατά το γνωστό αντικαπιταλιστικό πρόσταγμα «βεβηλώστε»;
Να τα ζητήματα, να η αναστοχαστικότητα που μας ζητιέται, να η έξοδος από την εικόνα, να οι καινούριες εικονοποιήσεις, να η καινούρια συνθήκη του νου, να ο θάνατος που προηγείται, να τι σημαίνει καθαρά σημαίνοντα, άπιαστα και φευγαλέα, που κατασκευάζουν νοήματα τέτοια που το σώμα έρχεται στην επιφάνεια απείθαρχα και αναστατώνει και τις τελευταίες ευεργετικές επιδράσεις της παθητικοποιημένης καθημερινότητας. Ο θάνατος του ομοιώματος του θεού, ο θάνατος του Αλέξανδρου, είναι ένας θάνατος με αντιπροσώπευση σε ένα σύστημα με κρίση αντιπροσώπευσης. Να το πρόβλημα. Δεν έχουμε εικόνα για τις χιλιάδες σκέψεις που κάνουμε – κι έτσι δεν υπάρχουν όρια. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα. Πρόβλημα είναι ότι «Πρέπει να συνεχίσεις» (αλά Μπέκετ)!-Δεν μπορώ! Πρέπει να συνεχίσεις.(δεν ξέρω πότε, τώρα!)
Το πρόβλημα μιας φαινομενολογικής αποβλεπτικότητας τίθεται από τον θάνατο των αντικειμένων και εξειδικεύεται σ’ αυτό που αποκαλείται μηδενισμός. Το βλέμμα είναι αντιμέτωπο με το μηδέν και ως εκ τούτου με την έλλειψη νοήματος. Αν οι διαδικασίες της σκέψης συγκλίνουν στην παραγωγή νοήματος, η απώλεια του σημαίνει και δημιουργία ορίων στη σκέψη τέτοιων που καθιστούν αμετάβατες τις προθέσεις των ομιλούντων υποκειμένων. Οι υποκειμενικότητες που συγκροτούνται μέσα σ’ αυτή τη μετά θάνατο συνθήκη παραγωγής του κόσμου είναι αντιμέτωπες με την έξοδό τους από την γλώσσα τουλάχιστο με τη μορφή που μας έχει κληροδοτηθεί από το πρόγραμμα του διαφωτισμού: γλώσσα που σημαίνει συντακτικό αδιασάλευτων γραμμικών νοημάτων, σχέσεις αιτίου και αιτιατού, αναγνώριση των προθέσεων που επιβιώνει στα συμβάντα, παραμερισμός του σώματος στο όνομα του αναστοχασμού, γλώσσα αντί της βίας έτσι όπως την ξέρουμε από τη ρητορική και την δημοκρατία. Το ζήτημα της υποκειμενικότητας στη συγκρότηση της καθίσταται μια περιοχή προβληματοποίησης καθώς τα καντιανά υπερβατολογικά χαρακτηριστικά του πρακτικού λόγου, της χρονικής συνείδησης, της συνειδητοποίησης, των κανόνων που προηγούνται της εκφοράς της κρίσης, του δέοντος και της ευθύνης, υποχωρούν χάριν της ανάδειξης εμμενών χαρακτηριστικών όπως είναι το σώμα, η ξένη γλώσσα, τα συναισθήματα, οι πολιτικές χωρίς υποκείμενο, το υψηλό που δεν εκφέρει κρίση, η απροσδιοριστία, η αυθόρμητη κρίση, η παραγωγή νέων κανόνων για το πότε εφαρμόζεται ο κάθε φορά κανόνας και η χωρική συνείδηση. Αυτό που διακυβεύεται στον άγγελο της ιστορίας, του Klee και του Benjamin, ο οποίος κοιτά τα ερείπια της πόλης των Αθηνών στρέφοντας τη πλάτη του στο μέλλον, είναι ο μεσσιανικός χρόνος του αλυτρωτισμού τόσων γενεών που προηγήθηκαν ιστορικά και τώρα, σε μια διαδικασία επείγοντος παραιτούνται του παρελθόντος χάριν του τωρινού μέλλοντος. Μ’ αυτή την έννοια το διακύβευμα δεν είναι κάτι εμπειρικό χάριν του οποίου ετεροχρονισμένα το αναστοχάζεται κάποια θεωρία αλλά μια θεωρία που ήδη μιλημένη και έχοντας γίνει γλώσσα προ πολλού πραγμοποιείται (υλοποιείται, γίνεται ιστορική, αλλοτριώνεται, αισθητικοποείται, πραγματώνεται, αποξενώνεται από τον δημιουργό της) χάριν μιας εκκοσμίκευσης, χάριν μιας δυνατότητας να γίνει κόσμος. Τα κρίσιμα τρίστρατα αυτής της αγωνίας δεν είναι διαφορετικά από τις δυνατές εγελιανές θέσεις, διαβασμένες από τον Adorno: θέση, αντίθεση και σύνθεση με προτεραιότητα και επιμονή στην αντίθεση και την άρνηση. Ο φιλοσοφικός εγγραμματισμός, η καθημερινότητα που ένωσε την θεωρία με την πράξη, οι φαντασιακές στιγμές του υψηλού της επανάστασης καθώς και η ευτυχισμένη παιδική ηλικία που προηγήθηκε συνάδουν με το εξεγερσιακό καθήκον των νέων υποκειμενικοτήτων που μπορούν να πάρουν το όνομα του πλήθους. Ενός πλήθους που αγωνιά για την σχέση του με την εργατική τάξη καθώς ένας μαζικός πολιτισμός, σε αντικατάσταση του ταξικού, είναι αιτία μειοδοσίας των ταυτοτήτων, παραγωγής μειονοτήτων και απώλειας της καθολικότητας από την θέση της προοπτικής. Στην αλληλοαναγνώριση όλων με όλους για την επικοινωνία που μπορεί να υπάρχει μέσα στις διαδικασίες όσμωσης των ετερόκλητων υποκειμενικοτήτων, οι ετρότητες – κι όχι οι ταυτότητες – δεν διαφέρουν απ’ αυτές των βαρβάρων στον τρόπο που διαβάζουν την Αυτοκρατορία οι ρητορικοί αντίπαλοι του Negri. Πρόκειται ακριβώς για βαρβαρικές γλώσσες μεταναστών και ανθρώπων που στην γενεαλογία τους δεν αναγνωρίστηκαν ως άνθρωποι στο όνομα της έλλειψης κάποιων χαρακτηριστικών. Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτούς «που δεν είναι άνθρωποι» κι αυτό το ψυχαναλυτικό στοιχείο της έλλειψης δεν οικοδόμησε απλώς την σχέση τους με το δυνατό αλλά ταυτίστηκε με την πραγματικότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο διττός δρόμος παραγωγής του εαυτού είτε προς όφελος μιας αγωνιστικότητας με την μορφή κινήματος που απευθύνεται στις παραδεκτές μορφές εξουσίας είτε προς όφελος μιας ψύχωσης με χαρακτηριστικά «σχιζο» μετατρέπεται από αντιφατικός σε αλληλοσυμπληρώσιμος καθώς η απώλεια ορίων συντείνει στην υπέρβαση των ταυτοτήτων. Η ιστορική στιγμή της δολοφονίας, ανεξάρτητα αν μετά απ’ αυτήν μετριόνται επιπτώσεις, όπως η αντίστροφη μέτρηση της παρουσίας αυτής της κυβέρνησης, δείχνει το στιγμιαίο «πάγωμα της αναπαραγωγής», της λειτουργίας και της κατανάλωσης. Αν στον Althusser η παραγωγή ταυτίζεται με την αναπαραγωγή, η δυνατότητα για την έξοδο από την αναπαραγωγή ήταν και είναι το πολιτικό πρόσταγμα, ιδιωτικό ή μαζικό, της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η χρονική θέσμιση των υποκειμενικοτήτων με τις ιστορικές προοπτικές του κάθε φορά είτε «πραγματικότερου πραγματικού» είτε αληθινού έδωσε την δυνατότητα για μια κατάσταση του νου κοντύτερα σε μια φαινομενολογία του ριγμένου μέσα στο κόσμου είναι που δουλεύει είτε για την σωτηρία αυτού του κόσμου είτε για την καταστροφή του. Η προϋπάρχουσα αξίωση κρίσης για κάθε θεσμό, το κράτος ή το κεφάλαιο, με τα χαρακτηριστικά της δημόσιας σφαίρας και της δυνατότητας για επικοινωνία μετέθετε τα όρια σε βάρος των εννοιών έτσι ώστε στο τέλος η κατάσταση του νου να είναι μια κατάσταση επιστημολογικής κρίσης με πολύ λίγες έννοιες διαθέσιμες για μεταβιβάσεις. Τα πολιτικά αδιέξοδα της αριστεράς φάνηκαν με το έλλειμμα μεταβίβασης των προηγούμενων γενεών στις επόμενες στο θέμα της δημοκρατίας. Αν η κάθε μορφή κρίσης της πολιτικής ζωής στο παρελθόν αντιμετωπίζονταν με την προσφυγή στον εκδημοκρατισμό, τα δικαιώματα και «το βάθεμα και το πλάτεμα της δημοκρατίας», οι μέρες που ακολούθησαν την πολιτική δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενάντια στη δημοκρατία.
Η σκέψη, έτσι όπως την σκέφτεται η φιλοσοφία βρήκε τον τόπο της, βρήκε την πόλη της. Αν οι υποκειμενικότητες είναι οι άπολις, της παράδοσης του Αριστοτέλη, αντι –Οιδίποδες ή χωρίς κράτος ή εγγράμματες μάσκες αυτών των «ανθρώπων» που περνούν συνεχώς τα σύνορα, αυτοί που έχουν κάνει γλώσσα τους την εκτός ΜΜΕ επικοινωνία, τον ταξικό πόλεμο, τον καπιταλισμό, την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, την επιτήρηση και τον νόμο, σ’ αυτούς η αλλοτρίωση της εικόνας τους διασχίζεται από την καταστροφή του ορατού χάριν είτε μιας ουτοπίας είτε μιας διόρθωσης της επιστρεφόμενης εικόνας. Η δικαιοσύνη είναι μέσα σ’ αυτά λόγια, στα λόγια που μπορούν να επιστρέφουν στην αυτοαντίληψη της υποκειμενικότητας που κοπιάζει να αναστοχάζεται το ξεπέρασμα της αλλοτρίωσης. Αυτά τα λόγια, τα λόγια του κειμένου ή των «ανθρώπων» του αντί – ανθρωπισμού, άλλοτε πράξεις που τώρα πασχίζουν να καλύψουν το κενό της πολιτικής – η πολιτική είναι ένα κενό όπως θα έλεγε και ο Badiou, – το μόνο δυσάρεστο που μπορούν να κάνουν είναι να μην αφήνουν την δυνατότητα στον συντάκτη τους κοιτώντας από το παράθυρο τον καινούριο κόσμο που έρχεται να λέει πως άλλο εννοούσε. Όχι, αυτό που βλέπουμε αυτό [εννοούμε] εννοείται.
.
2 replies on “Το τέλος της μεγάλης αφήγησης”
Εκπληκτικό κείμενο!!! Η καλύτερη ανάλυση που έχω διαβάσει!!!
Synenteyksh TWRA apo ton kathigith filosofias k. Mpalta! Oriste kai enas panepisthmiakos pou den exei allotriwthei entelws!!!