Από το κίνημα κατά του CPE (Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης), την άνοιξη του 2006, και μετά, οι χώροι των πανεπιστημίων που κινητοποιούνται ενάντια στις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πλήττουν την αποστολή του πανεπιστημίου και της δημόσιας έρευνας, τελούν υπό εντατική επιτήρηση, όχι μόνο από τις κρατικές υπηρεσίες τήρησης της τάξης, αλλά και από ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας, που προσλαμβάνονται ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Η Σορβόννη είναι από αυτή την άποψη υποδειγματική περίπτωση, καθώς μαρτυρεί την εφαρμογή μιας πρωτοφανούς πολιτικής που θέτει στο στόχαστρο τον πανεπιστημιακό πληθυσμό (φοιτήτριες και φοιτητές, διοικητικό και διδακτικό προσωπικό), στο όνομα της διαφύλαξης της ακεραιότητας «των περιουσιακών στοιχείων και του ανθρώπινου δυναμικού» των πανεπιστημιακών χώρων. Αληθινό πειραματικό εργαστήριο μιας νέας καθυπόταξης του ακαδημαϊκού χώρου, η Σορβόννη υπάγεται σε ένα πλέγμα ασφάλειας το οποίο έχει ως στόχο να εξουδετερώσει και να εξαντλήσει το ανταγωνιστικό κίνημα που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του πανεπιστημίου εδώ και δυο μήνες. Εδώ και πολλές εβδομάδες, λοιπόν, η πανεπιστημιακή κοινότητα μπαίνει στη Σορβόννη επιτηρούμενη στενά: την υποδέχεται μια ανησυχητική στρατιά φρουρών – στο εξωτερικό, οι αστυφύλακες και/ ή τα CRS (τα γαλλικά ΜΑΤ), και στο εσωτερικό οι υπάλληλοι ασφάλειας της Πρυτανείας και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι της εταιρείας Centaure Sécurité (Υπηρεσίες Ασφάλειας «Ο Κένταυρος»).
Μολονότι η Σορβόννη είναι από το 1852 ιδιοκτησία του Δήμου του Παρισιού, υπεύθυνη για τη διαχείριση των χώρων και των κτιρίων της είναι η Πρυτανεία του Παρισιού (η ανώτατη πανεπιστημιακή αρχή όλων των πανεπιστημίων του Παρισιού). Έτσι, η Πρυτανεία προσλαμβάνει ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας για να επικουρούν τους πανεπιστημιακούς κλητήρες και την πυροσβεστική, ως δικοί της ένορκοι υπάλληλοι ασφάλειας. Μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1968 τουλάχιστον, οι υπουργοί Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας πάντοτε δίσταζαν να στέλνουν τις κατασταλτικές δυνάμεις στους χώρους των ιδρυμάτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. Εδώ και κάμποσα χρόνια, όμως, αυτή τη στρατηγική της σύνεσης (η οποία υπαγορευόταν και από το εθιμικό δίκαιο) [3] αντικατέστησε μια νέα φιλοσοφία περί δημόσιας ασφάλειας της οποίας στόχος είναι τόσο ο έλεγχος της πανεπιστημιακής κοινότητας, και ιδιαίτερα του φοιτητικού πληθυσμού που θεωρείται ιδιαιτέρως δυσκυβέρνητος, όσο και η πρόκληση μιας νέας υποταγής του ακαδημαϊκού χώρου, στο όνομα της «πρόληψης των κινδύνων».
Η πανταχού παρουσία των υπαλλήλων ασφάλειας, είτε είναι αστυνομικοί, ένορκοι διοικητικοί υπάλληλοι με αρμοδιότητα την πρόληψη υγειονομικών κινδύνων και κινδύνων ασφάλειας (υπαγόμενοι στην Πρυτανεία του Παρισιού) ή έμμισθοι υπάλληλοι ιδιωτικών εταιρειών ασφάλειας, αποτελεί σημάδι μιας βαθιάς αλλαγής στη διαχείριση και την εξάλειψη των κοινωνικών συγκρούσεων στον πανεπιστημιακό χώρο. Ο εντατικός, επιθετικός και καχύποπτος μηχανισμός ελέγχου που πλανάται πάνω από τα πανεπιστήμια συνιστά, ως γνωστόν, τμήμα μιας εκ βάθρων αναδόμησης του πανεπιστημίου. Στο όνομα του εκσυγχρονισμού της ανώτατης εκπαίδευσης, οι μεταρρυθμίσεις, γέννημα μιας αυστηρά νεοφιλελεύθερης αντίληψης που έχει αναλυθεί, επικριθεί και καταγγελθεί πολλάκις [4], έχουν ως βάση τη γενίκευση μιας αρχής ανταγωνισμού (ανάμεσα στα πανεπιστήμια, ανάμεσα στους διδάσκοντες-ερευνητές, ανάμεσα στους φοιτητές, ανάμεσα στα πτυχία). Όμως η επιβολή και η γενίκευση αυτής της αρχής του ανταγωνισμού εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από την εφαρμογή ενός μηχανισμού ασφάλειας που υπηρετεί την εξατομίκευση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, την εξάλειψη κάθε συλλογικής κινητοποίησης και την εσωτερίκευση της πολιτικής του «κινδύνου» από όλους. Αλλά για ποιους κινδύνους μιλάμε;
Πρώτο επίπεδο: «εξαφάνιση» της κινητοποίησης, εκτόπιση της απειλής – Πρόεδροι πανεπιστημίων και κλητήρες
Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως και όλα τα δημόσια κτίρια, ακόμα περισσότερο αν θεωρούνται «ιστορικής αξίας», υπάγονται σε ένα ενισχυμένο πρόγραμμα ενεργούς πρόληψης των κινδύνων πυρκαγιάς (το οποίο υποστηρίζεται και από τους νόμους για την απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, ακόμα και στους ανοιχτούς). Ωστόσο, με αυτή την πολιτική πρόληψης, στην πραγματικότητα εφαρμόζεται ένας μηχανισμός εξάλειψης των πράξεων «υποβάθμισης», «δόλου» και «βαρβαρότητας», όπως αποκαλούνται πλέον, που εξουσιοδοτεί τους κλητήρες να αφαιρούν (ή να διατάζουν τους επιστάτες να αφαιρούν) σημαίες, μπροσούρες, αφίσες κολλημένες χωρίς άδεια, ενημερωτικά έντυπα, κ.ο.κ., αναφορικά με κινητοποιήσεις, συχνά πριν καλά-καλά προλάβουν να ξεσπάσουν αυτές.
Από αυτή την άποψη, η Σορβόννη είναι προβληματικός χώρος: οι δαιδαλώδεις διάδρομοί της, οι καλογυαλισμένες σκάλες της, οι ατέλειωτες σειρές των αιθουσών της, τα μυστικά περάσματά της, όλα αυτά είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να ασφαλιστούν, δηλαδή να «καθαριστούν». Ωστόσο, το κίνημα αμφισβήτησης κατά του CPE γέννησε ένα έθιμο: το διοικητικό κλείσιμο. Αντί να διακινδυνεύσουν μια κινητοποίηση, οι πρόεδροι και οι διευθυντές των ιδρυμάτων προτιμούν να απαγορεύουν απλώς την πρόσβαση στους χώρους των πανεπιστημίων. Τα υποτιθέμενα «κλειστά πανεπιστήμια» είναι τις περισσότερες φορές «κλεισμένα πανεπιστήμια» για λόγους ασφάλειας, μέτρο το οποίο επιβάλλει έτσι την πλήρη αναστολή κάθε ακαδημαϊκής και διοικητικής δραστηριότητας, επιφέροντας την αποχή των φοιτητών, οι οποίοι κατηγορούνται εκ των υστέρων ως απεργοί. Πλήρης αναστολή; Περίπου… Ξέρουμε ότι οι νέες διατάξεις του Νόμου LRU (για τις «Ελευθερίες και τις Ευθύνες των Πανεπιστημίων»), του Σχεδίου για το Πρώτο Πτυχίο και της τροποποίησης της νομοθεσίας για το καθεστώς των διδασκόντων-ερευνητών συγκλίνουν σε πολλά σημεία, και ιδίως στον υπερθεματισμό των ψηφιακών πόρων. Αν η ψηφιοποίηση και η διαδικτυακή διάθεση εγγράφων σχετικών με μαθήματα (βιβλιογραφία, σχέδιο μαθημάτων, κειμένων αναφοράς, κ.ο.κ.), ή ακόμα και ολόκληρων μαθημάτων, αποτελεί μέρος ενός καλύτερου παιδαγωγικού συντονισμού, πλέον γίνεται και κριτήριο αξιολόγησης των διδασκόντων. Είναι επίσης προφανές ότι όλα αυτά επιτρέπουν μια διδασκαλία «εξ αποστάσεως», εν αναμονή της κατάσβεσης των ταραχών στους πανεπιστημιακούς χώρους, για όποιον (απεργοσπάστες καθηγητές, προνομιούχους μαθητές που διαθέτουν τους κατάλληλους υπολογιστές και τις κατάλληλες συνδέσεις) νιώθει «όμηρος» του απεργιακού κινήματος. Με δυο λόγια, ένα είδος ελάχιστης «επιλεκτικής» παροχής υπηρεσιών, πριν θεσμοθετηθεί αυτή από τη νέα πολιτική κατανομής των επιδοτήσεων και των προαγωγών του σώματος των διδασκόντων.
Πέραν αυτού, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα τμήματα και οι σχολές που είναι παραδοσιακά οι πιο αγωνιστικές (εν προκειμένω, των ανθρωπιστικών, κοινωνικών και πολιτικών επιστημών), όπως και οι πιο δημιουργικές σε θέματα αντιπληροφόρησης, είναι οι πρώτες που εκτοπίζονται σε νέες πανεπιστημιουπόλεις, των οποίων εγκωμιάζεται η «ποιότητα ζωής» σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά παραλείπεται να λεχθεί ότι αποτελούν επίσης μέρη έντεχνα διευθετημένα έτσι ώστε να αποτρέπεται κάθε μορφή μελλοντικής κινητοποίησης. Χάνοντας επιπλέον την πρόσβασή της στον χώρο εργασίας της, άρα και στον φυσικό της χώρο συνδικαλιστικής, κοινωνικής και πολιτικής συνειδητοποίησης και κινητοποίησης, η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εξωτερικεύσει τις δράσεις της: «μαθήματα εκτός τειχών», συμβολικές πράξεις (όπως η θαρραλέα περικύκλωση του Δημαρχείου του Παρισιού), κ. α. Η υποχρέωσή μας να δημοσιοποιούμε τις κινήσεις μας, για να προσελκύσουμε την προσοχή του υπουργού, της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ, είναι συγχρόνως μια μορφή υπεξαίρεσης του δικαιώματος στην απεργία εκεί όπου εξ ορισμού μαίνεται η σύγκρουση: στον χώρο της εργασίας μας.
Δεύτερο επίπεδο: εγγύηση της ασφάλειας όλων, ταυτοποίηση κι εξάλειψη των «εξωτερικών στοιχείων», διαίρεση της κοινότητας – Πρυτανεία και ένορκοι υπάλληλοι ασφάλειας
Σε αυτό το επίπεδο μπαίνει στο παιχνίδι το Σχέδιο Vigipirate, το γαλλικό Σχέδιο Εθνικού Συναγερμού [5]. Με το παραμικρό ύποπτο κείμενο, οι είσοδοι των πανεπιστημίων τίθενται υπό επιτήρηση στο όνομα του Σχεδίου Εθνικού Συναγερμού. Το πρόσχημα της «τρομοκρατίας» επιτρέπει εδώ μια μεγαλύτερη ή μικρότερη διατάραξη των ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, τον συστηματικό έλεγχο χώρων, δραστηριοτήτων και προσώπων [6], έχοντας ως συνέπεια μια ιδιωτικοποίηση της πρόσβασης στη γνώση. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μετασχηματίζονται έτσι σε παρόχους υπηρεσιών μέσα σε μια αγορά γνώσης: επιπρόσθετα, ο έλεγχος των φοιτητικών καρτών δεν επιτρέπει την είσοδο παρά μόνο σε όσους και όσες έχουν πληρώσει για την εγγραφή τους στο εκάστοτε ίδρυμα, απαγορεύοντας την ελεύθερη πρόσβαση όχι μόνο σε μαθήματα, αλλά και σε σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια, που κατά παράδοση είναι ανοιχτά στο «κοινό». Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός που εφαρμόζεται σε περιόδους κρίσεων στην πραγματικότητα βρίσκεται σε φάση δοκιμής πριν γενικευτεί ολοκληρωτικά: μια μαγνητική φοιτητική κάρτα θα δίνει εφεξής πρόσβαση στους χώρους, στις βιβλιοθήκες, στις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες των πανεπιστημίων, εξασφαλίζοντας τον εξατομικευμένο έλεγχο των κινήσεων των ανθρώπων, την ταυτοποίηση, τον εντοπισμό τους.
Θεωρώντας τις σημερινές πανεπιστημιακές κινητοποιήσεις «πιστοποιημένο κίνδυνο», με τους όρους του Σχεδίου Εθνικού Συναγερμού, ο τρέχων μηχανισμός ελέγχου επιβάλλει μια ατμόσφαιρα παρενόχλησης της πανεπιστημιακής κοινότητας εν γένει και των αγωνιζόμενων ειδικότερα, αναμφίβολα όμως προετοιμάζει και τα πνεύματα. Ο ανταγωνισμός ενορχηστρώνεται τεχνηέντως ακόμα και στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας, ανάμεσα σε μια μειοψηφία «ταραξιών» (που συχνά αποκαλούνται «εξωτερικά» ή «εξωπανεπιστημιακά στοιχεία», «ψευτο-φοιτητές», σε καταλήψεις, για παράδειγμα) και τη «σιωπηρή» πλειοψηφία των χρηστών/ πελατών του ευρισκόμενου «σε ομηρία» πανεπιστημίου, μια πλειοψηφία που ανησυχεί ότι θα χάσει μαθήματα, ότι θα χάσει την εξεταστική, ότι δεν θα πάρει πτυχίο… Συντελείται έτσι ο αναπροσδιορισμός ή μάλλον η παραγωγή μιας πρωτόγνωρης πανεπιστημιακής κοινότητας («εμείς», οι δρώντες/ επιχειρηματίες, χρήστες και πελάτες του πανεπιστημίου), η οποία, επιδιδόμενη σε μια ενδογενή κάθαρση («εμείς» και «αυτοί»), απαρνείται κάθε κριτική αίσθηση.
Τι συμβαίνει όμως με το ίδιο το προσωπικό ασφάλειας; Η πρώτη συνέπεια της μαζικής πρόσληψης ιδιωτικών υπαλλήλων ασφάλειας (υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον πενήντα ιδιωτικοί αστυνομικοί στο κτίριο της Σορβόννης μόνο, τοποθετημένοι σε όλες τις εισόδους του και σε όλους τους ορόφους του) είναι προφανώς ένας καταμερισμός της εργασίας αστυνόμευσης ανάμεσα στους δημόσιους υπάλληλους ασφάλειας (μισθοδοτούμενους από το πανεπιστήμιο) και τους έμμισθους υπάλληλους του ιδιωτικού τομέα [7]. Οι τελευταίοι επεκτάθηκαν στον χώρο της Σορβόννης χάρη στο άνοιγμα μιας αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας, ειδικευμένες στη διαχείριση κρίσεων. Πρώτη σειρά ερωτημάτων: ποιος είναι ο προϋπολογισμός της Πρυτανείας και/ ή των πανεπιστημίων για τέτοιες δαπάνες; Από πού προέρχονται τα χρήματα αυτά και ποιος αποφασίζει να διατεθούν για τέτοιες θέσεις κι όχι για άλλες; Δεύτερη σειρά ερωτημάτων: με ποιους συμμαχούν οι δημόσιοι υπάλληλοι ασφάλειας; Γιατί όχι με τους απεργούς του διοικητικού και διδακτικού προσωπικού, στον βαθμό που από την ιδιωτικοποίηση απειλείται το κοινό τους καθεστώς ως δημόσιων υπαλλήλων;
Τρίτο επίπεδο: Διατήρηση της τάξης, εδραίωση του φόβου, ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων – Το κράτος και η Centaure Sécurité, «ειδικευμένη στην ανάλυση μη κανονικών συμπεριφορών» [8].
Ιδρυμένη το 1995, η Centaure Sécurité είναι μια ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας με ετήσιο τζίρο 5-10 εκατομμύρια ευρώ [9].. Στους πελάτες της συγκαταλέγονται τα πανεπιστήμια Paris X Nanterre, Paris V και Paris 1, αλλά και το Πάρκο του Αστερίξ, το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Grévin, οι οίκοι μόδας Yves Saint Laurent και Lacoste, κ. α. Όπως μαθαίνουμε από την ιστοσελίδα της εταιρείας: «Για τη βελτιστοποίηση της αλυσίδας της ασφάλειας, η Centaure προτείνει μια συνολική λύση τόσο σε ανθρώπινους πόρους όσο και σε τεχνικά μέσα. Κατόπιν μελέτης, προτείνουμε τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικές λύσεις, προσαρμοσμένες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις ανάγκες και τις εκάστοτε συνθήκες, στους ακόλουθους τομείς: πυρασφάλεια, παρακολούθηση εξ αποστάσεως και με κάμερες, έλεγχος πρόσβασης, διαχείριση χρονοδιαγραμμάτων…». Η αποστολή της Centaure Sécurité είναι μια αποστολή «ενίσχυσης» των υπαλλήλων ασφάλειας, ένορκων δημόσιων υπαλλήλων, σε ένα πλαίσιο στο οποίο, κατά την άποψη της Επιτροπής Ασφάλειας της Πρυτανείας, η κινητοποίηση της πανεπιστημιακής κοινότητας απειλεί να ριζοσπαστικοποιηθεί. Έτσι, η Centaure Sécurité καλείται να φροντίσει να μην εμποδίζει τίποτα την «ελεύθερη πρόσβαση» στις εισόδους των εγκαταστάσεων της Σορβόννης: στην πράξη, βέβαια, αυτό σημαίνει αποτροπή των «αποκλεισμών», όπως είναι ο νέος όρος για μια κλασική πρακτική του ρεπερτορίου των συνδικαλιστικών δράσεων: την απεργιακή πικετοφορία. Με άλλα λόγια, η «απεργία» θεωρείται πλέον «μη κανονική συμπεριφορά» του εργαζόμενου, εν προκειμένω του διδάσκοντα ή του φοιτητή.
Οι ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας παρεμβαίνουν λοιπόν σε αυτό το επίπεδο, μαζί με τις κατασταλτικές δυνάμεις, στη βάση προνομίων αμφιλεγόμενων, ή και εντελώς παράνομων. Σε συνδυασμό με τις παρενοχλήσεις και τους συστηματικούς αστυνομικούς ελέγχους κατά τη διάρκεια κινητοποιήσεων (εξακριβώσεις, προσαγωγές, διώξεις για αντίσταση κατά της αρχής…), οι καθημερινές επιδείξεις δύναμης που μεταμορφώνουν τη Σορβόννη, αλλά και πολλά άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά κι ερευνητικά ιδρύματα, σε πολιορκούμενα μέρη εντάσσονται σε μια γενική διαδικασία ποινικοποίησης των κινητοποιήσεων και της πολιτικής δράσης. Αν συμβουλευτεί όμως κανείς το κείμενο που αναφέρεται στα νόμιμα δικαιώματα και τις νόμιμες υποχρεώσεις των ιδιωτικών υπαλλήλων ασφάλειας, διαβάζει [10].: α) ότι οφείλουν να φέρουν ευκρινή αναγνωριστικά (και ιδίως να διακρίνονται από τις κρατικές δυνάμεις διατήρησης της τάξης), β) ότι μπορούν να προβαίνουν μόνο σε οπτική εξέταση χειραποσκευών (χωρίς πάντως να διευκρινίζεται αν μπορούν να ανοίγουν τις χειραποσκευές ή όχι! [11].) κι επ’ ουδενί δεν μπορούν να ερευνούν διεξοδικά αποσκευές ή να ψηλαφούν ανθρώπους χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και προπάντων, γ) σύμφωνα με το άρθρο 4:
«Απαγορεύεται στα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα προβλεπόμενη από το άρθρο 1, καθώς και στους υπαλλήλους τους, να αναμιγνύονται, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή και με οποιαδήποτε μορφή, στη διεξαγωγή εργατικών κινητοποιήσεων ή συμβάντων σχετικών με αυτές. Απαγορεύεται επίσης να προβαίνουν σε παρακολουθήσεις που σχετίζονται με τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές απόψεις ή με τις συνδικαλιστικές εντάξεις προσώπων».
«Η Σορβόννη είναι δική μας, αγωνιστήκαμε για να την καταλάβουμε, θα αγωνιστούμε για να την κρατήσουμε…» [12].
Το γεγονός ότι ιδιωτικοί υπάλληλοι ασφάλειας εμποδίζουν τη διεξαγωγή απεργιακών πικετοφοριών, «αποκλεισμών», καταλήψεων ή όποιας άλλης αγωνιστικής δραστηριότητας ψηφισμένης από τις γενικές συνέλευσης του προσωπικού και των φοιτητών των πανεπιστημίων μας, ότι συνδράμουν επίσης με ανθρώπινους και υλικοτεχνικούς πόρους στη βίαιη εκκένωση των κτιρίων, καθώς και στην ταυτοποίηση και το φακέλωμα συνδικαλιστών και αγωνιστών, αποτελεί σοβαρή παραβίαση των ελευθεριών. Μήπως αυτό σημαίνει ότι θα προτιμούσαμε να αναλάβει (ξανά) κατ’ αποκλειστικότητα η κρατική αστυνομία αυτά τα «χαμερπή καθήκοντα»; Στην πραγματικότητα, η λογική συνέχεια θα ήταν μάλλον η αυτονόμηση της επιτήρησης και του ελέγχου (για παράδειγμα, χάρη στις παρακολουθήσεις από κάμερες, τις μαγνητικές κάρτες και την εγκατάσταση προπυλαίων ή διαχωριστικών στις εισόδους): οι φύλακες, που θα έχουν συγκεντρώσει τόσο τη δυσφορία μας, είναι επίσης ένα ψυχολογικό «όπλο» το οποίο αποσκοπεί στην ελάττωση των αντιστάσεών μας, και, στο μεταξύ, αποτελούν και μια καλή μεταβατική λύση.
Το ζητούμενο εδώ είναι η σύγκλιση των αγώνων και η ανάκτηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Προς το παρόν, η παρουσία των υπαλλήλων της εταιρείας Centaure Sécurité στον χώρο της Σορβόννης, όπως και στο σύνολο των εγκαταστάσεων πανεπιστημίων που μισθώνουν τον χώρο αυτό, στο όνομα της ασφάλειας όλων, δεν είναι απλώς σκανδαλώδης, αλλά και αυστηρά παράνομη. Πράγματι, από τις 9 Φεβρουαρίου 2009 και μετά, το προσωπικό και οι φοιτητές των εν λόγω πανεπιστημίων ψήφισαν στις γενικές συνελεύσεις τους απεργία επ’ αόριστον, και ως εκ τούτου βρίσκονται στο επίκεντρο μιας «εργατικής κινητοποίησης». Τι νομιμοποιεί λοιπόν την Πρυτανεία και τους προέδρους των πανεπιστημίων, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν δαπανήσει χρήματα κι έχουν εξουσιοδοτήσει την παρουσία εταιρειών αυτού του τύπου μέσα στα υπ’ ευθύνη τους ιδρύματα, να μη σέβονται τον ποινικό κώδικα;
Αν το εύρος του κινήματος που δονεί σήμερα την πανεπιστημιακή κι ερευνητική κοινότητα δεν έχει προηγούμενο από το 1968 και μετά, ο λόγος είναι επίσης ότι ζούμε σε μια κατάσταση εξίσου πρωτόγνωρη. Η προγραμματισμένη εφαρμογή από την κυβέρνηση της «πολιτικής του κινδύνου», και της αστυνομικής της έποψης, στον κόσμο της γνώσης είναι η αναγκαία συνθήκη για την πλήρη φιλελευθεροποίηση της γνώσης. Είναι η επίσης η αιχμή του δόρατος για την εξόριση του δημόσιου πανεπιστημίου και της δημόσιας έρευνας, πράγματα τα οποία δεν θέλουμε τόσο να τα «υπερασπιστούμε» ή να τα «διαφυλάξουμε», όσο να βοηθήσουμε να οικοδομηθούν, να συνεχιστούν και να παραμείνουν επιθυμητά.
Επίσης, σχετικά με το ζήτημα: Φρανκφούρτη: Το πανεπιστημιακό άσυλο των ονείρων τους…
(Οι μεταφράσεις έγιναν από μέλη της Συνέλευσης εργαζομένων/ανέργων/φοιτητών στα ΜΜΕ)