Category: Λάβαμε
MAIL ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ
απάντηση στο κείμενο”ΕΚΕΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΑΣ”:
Έκλεισα τα 52 τρεις μήνες πριν. Δεν είμαι συγγραφέας ούτε καλλιτέχνης, παρόλο που σπούδασα θέατρο. Δεν έχω πάρει σπίτι. Δάνειο πήρα. Όταν αρρώστησε ο πατέρας μου -δεκατρία χρόνια πριν-, και πότε με τα φροντιστήρια του ενός παιδιού, πότε με τα ζόρια του αλλουνού, ακόμα να το ξεχρεώσω.
Ποια περηφάνια, λοιπόν, και τι φούσκωμα να νιώσω; Που αν δεν δουλεύω κάθε μέρα, για χρόνια ακόμα, ποιος ξέρει για πόσα, ούτε νοίκι βγαίνει, ούτε δόση για την τράπεζα – μην πεις κουβέντα για μπίρα στην πλατεία! (Και είναι, ξέρεις, βαρύ, πολύ βαρύ να αλλάζω κάθε τόσο δουλειά, να την ξέρω τη δουλειά, αλλά κάθε που πάω καινούργια κάπου να πρέπει πάλι και πάλι να δίνω εξετάσεις, και φτου κι απ’ την αρχή… Πάντα σαν να είναι η πρώτη μου φορά. Το ίδιο όμως νιώθεις κι εσύ, που τώρα βγαίνεις στην “αγορά”, εσύ που ξέρεις ήδη ότι πρέπει να τυλίξεις κάθε ελπίδα για καλύτερο αύριο στην ίδια σακούλα που πέταξες το πρωί τα σκουπίδια του σπιτιού.)
Λοιπόν, για ποια επανάσταση το ’73 μου λες; Κάτι η Νομική, κάτι το Πολυτεχνείο, ξέσπασε ό,τι μαζευότανε καιρό μέσα μου (και για τη μάνα μου που δε μ’ άφηνε να βγαίνω, και για τους καθηγητές μου που απαιτούσανε ποδιά κάτω απ’ το γόνατο και κορδέλα στα μαλλιά υποχρεωτικά, σαν επίδεσμος ήτανε, και για τη χούντα, φυσικά – δεν ήτανε μόνο ο κόσμος που είχανε στα ξερονήσια, ήτανε που για όλα τα δεινά μας -αληθινά και φανταστικά- έφταιγε η δικτατορία, τα τραγούδια που απαγορεύονταν, οι ταινίες που δεν έρχονταν εδώ, το χίπικο κίνημα που μόνο σαν καρικατούρα το παρουσίαζαν, Μάταλα κι έτσι, ήτανε που τρεις ταινίες όλες κι όλες θέλαμε να δούμε και στην πρώτη προβολή τους κιόλας έπεσε ξύλο και συλλήψεις -Γούντστοκ, Σάκο και Βαντσέτι, Φράουλες και αίμα-, ο απόηχος του γαλλικού Μάη που σαν παραμύθι έφτανε ώς εδώ, ο Τσε που στοίχειωνε τα όνειρά μας με τη μορφή και με τα όσα λίγα ξέραμε γι’ αυτόν, στην Ταϊλάνδη είχανε κι εκεί ξεσηκωθεί κι ο πόλεμος των Αμερικανών στο Βιετνάμ ακόμα ένας λόγος, ήταν που τα σπιτάκια με τις αυλές γίνανε αντιπαροχή και πολυκατοικίες, κι οι δρόμοι γέμισαν άσφαλτο και τα πρόσωπα έπαψαν να ‘ναι οικεία και έγινε “άκομψο κι αντιαισθητικό” να κόβεις ένα κλωνάρι γιασεμί απ’ του γείτονα τη γλάστρα ή να τρως ένα πορτοκάλι στο δρόμο), ήτανε…
Όχι, δεν ένιωσα πως είναι επανάσταση.
Γιορτή. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Αυτό ήτανε το Πολυτεχνείο. Δρόμοι γεμάτοι κόσμο, άνθρωποι άγνωστοι που αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, νέοι με σπρέι που γράφανε συνθήματα στα λεωφορεία, ξανά νέοι που φτιάχνανε συντροφικά πανό και πλακάτ σε μία αίθουσα, και πάλι νέοι που μαγειρεύανε μαζί για ένα κάρο κόσμο σε άλλη αίθουσα, κι αυτοί που τραγουδούσανε κι οι άλλοι που χόρευαν σε μια ταράτσα, κάποιοι που συντονίζανε, κι άλλοι που μιλούσαν στο ραδιοσταθμό, κι όλα γυρνούσαν κι εναλλάσσονταν, και κανείς δεν έκανε το ίδιο πράγμα για πολλή ώρα – ναι, όσο κράτησε όλο αυτό ήτανε μια μεγάλη γιορτή. (Μετά έγινε ζόφος και πόνος και θάνατος, αλλά δεν είναι της παρούσης.)
Αυτό ήθελα να σου πω. Πως… ναι, τη χάρηκα κι εκείνη, κι άλλες πολλές γιορτές, μα εκείνη ήταν η ωραιότερη, κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες.
Και -στο λόγο μου- δεν θα σ’ εμπόδιζα ποτέ να ζήσεις τη δικιά σου, όπως κι αν νιώθεις να την πεις, ό,τι κι αν είναι – γιορτή, εξέγερση, επανάσταση, απ’ όλα. Γι’ αυτό κι έρχομαι από πίσω σου, χωρίς να σ’ το λέω, χωρίς να βγάζω λόγους, ίσα να είμαι εκεί, κοντά σου, πίσω σου – κι αν χρειαστεί πλάι σου, μην πέσεις, μη σε χτυπήσουνε και βρεθείς μονάχη, να ειδοποιήσω τους δικούς σου αν υπάρξει ανάγκη, να, αυτό ήθελα να σου πω, μη με κοιτάς κι εμένα καχύποπτα, μπορεί να άσπρισα μα από μέσα μου τραγουδάω ακόμα, μπορεί να τρίζουν οι κλειδώσεις μου αλλά έναν μήνα τώρα ο λαιμός μου έκλεισε φωνάζοντας ό,τι ακριβώς κι εσύ, στο ίδιο ή στο παραπέρα τετράγωνο, στην ίδια πόλη ή μερικά χιλιόμετρα μακριά.
Καμιά εξουσία δεν πήρα, ούτε είχα τέτοια πρόθεση. Κι όσο μεγάλωνα αυτό ακριβώς καταλάβαινα: η εξουσία διαφθείρει, μικρή ή μεγάλη, σχετική ή απόλυτη. Κι όσο μεγάλωνες, αυτό ακριβώς ήταν που ήθελα να καταλάβεις. Μα μόνη σου, όχι με τα λόγια τα δικά μου. Με τα δικά σου βιώματα και τον δικό σου νου.
Έχεις δίκιο, δεν ήμουν αρκετά αποτελεσματική. Δεν έφτανε να σκέφτομαι και να φωνάζω. Να που τώρα εσύ βγαίνεις στον κόσμο και τα βρίσκεις όλα χάλια, γύρω σου ξεσπαθώνουν τα “βύσματα”, τα λαμόγια, το λάιφ στάιλ, τα Βατοπέδια και τα Ζωνιανά, τα καμένα δάση κι αυτοί που εκτελούν παιδιά, αυτοί που ξεβρακώνουνε ανθρώπους. Κι είναι πολλοί αυτοί, πάρα πολλοί.
Έχεις δίκιο. Αφού τους άφησα, αφού κι εγώ, κι η παρέα μου, κι όλοι οι συνομήλικοί μου τους αφήσαμε να πληθύνουν, ναι, μ’ εμάς να τα βάλεις – στο κάτω κάτω αυτοί βολεύονται όπως ζούνε και βολεύουν κι άλλους, τ’ αφεντικά τους, γιατί κι αυτοί έχουνε πίσω τους άλλα αφεντικά…
Ναι, έχεις δίκιο, σκατά σάς φέραμε. Αμερικανούς και προϊόντα. Και μπάτσους που εκτελούν.
Έχεις δίκιο.
Μα γι’ αυτό ακριβώς άσε με να είμαι κάπου εκεί γύρω, κοντά σας – δε θα μιλάω, δε θα πουλήσω ούτε γνώση ούτε ιστορία. Ούτε να σε φυλάξω θα προσπαθήσω. Όλα θα σ’ αφήσω ήσυχο να τα ζήσεις, όλα. Στο λόγο μου.
Αρκεί να ζήσεις.
Μια μάνα