Στην περίπτωση του πληροφοριακού εργάτη οι ανθρώπινες ανάγκες συγκρούονται με την ανάγκη του κεφαλαίου για παραγωγή των εμπορευμάτων που αποκαλούμε «πληροφορίες/ειδήσεις» καθώς και με την ανάγκη διαμόρφωσης/τελειοποιησης/αναπαραγωγης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη του πληροφοριακού εργάτη». Την ικανότητα μας δηλαδή, ως εξαρτήματα της παραγωγικής μηχανής, να επεξεργαζόμαστε/παράγουμε τα εμπορεύματα «πληροφορίες» με τέτοιο τρόπο ώστε η πώληση τους να δημιουργεί συνεχώς περισσότερα κέρδη για τα αφεντικά, ενώ η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης που πουλάμε παραμένει σταθερή. Η διαφορά ανάμεσα στην αξία της εργασίας μας που μας επιστρέφεται ως μισθός (άμεσος κι έμμεσος, π.χ. ένσημα) και στην αξία των εμπορευμάτων που παράγουμε, ορίζεται ως υπεραξία και την καρπώνονται αποκλειστικά τα αφεντικά.
Παράγοντας λοιπόν τα εμπορεύματα «πληροφορίες» δεν παράγουμε απλά εμπορεύματα για τα αφεντικά, αλλά ταυτόχρονα αναπαραγάγουμε και την εργατική μας δύναμη ως «μηχανή επεξεργασίας/παραγωγής πληροφοριών». Αφιερώνοντας το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητας μας στην επεξεργασία και την παραγωγή τυποποιημένων πληροφοριών, μετατρέπουμε το ίδιο το σώμα μας, τις αισθήσεις μας, την σκέψη μας σε μια τυποποιημένη μηχανή.
Όσο όμως αυτή η διαδικασία ρομποτοποίησης προχωρά χωρίς πολλές φορές να την αντιλαμβανόμαστε ή χωρίς να μας επιβάλλεται άμεσα από εξωτερικούς παράγοντες (αλλά έμμεσα μέσω του ρυθμού παραγωγής, της ηθικής της εργασίας, της ενσωμάτωσης αξιών του συστηματος μέσω της οικογένειας, του εκπαιδευτικού συστήματος κτλ), άλλο τόσο προχωρά η διαδικασία αντίστασης του ανθρώπινου σώματος (στην ολότητα του κι όχι διαχωρισμένο ιδεαλιστικά σε ύλη και πνεύμα) σε αυτή την διαδικασία. Η αιτία αυτής της αντίστασης έχει να κάνει με το γεγονός ότι γεννηθήκαμε για να ζήσουμε κι όχι για να λειτουργούμε ως μηχανές.
Για αυτό τον λόγο άλλωστε η ίδια η κεφαλαιοκρατική σχέση είναι μια συγκρουσιακή σχέση από την φύση της. Όσο και να έχει προσπαθήσει το κεφαλαίο δεν έχει βρει τρόπο να παράγει εμπορεύματα χωρίς την παρέμβαση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας βέβαια πολλά εμπορεύματα παράγονται πλέον μηχανικά και χωρίς την άμεση παρέμβαση ανθρώπων, αλλά (πέρα από το ότι οι ίδιες οι μηχανές είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας) το κεφάλαιο αναζητά από την φύση του συνεχώς «παρθένα εδάφη» ανθρώπινης δημιουργικότητας για να τα ξεζουμίσει. Γιατί αν το κεφάλαιο δεν εξαπλωθεί και παραμείνει στάσιμο, θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Γι’ αυτό άλλωστε μπορούμε να παρουσιάσουμε το κεφάλαιο ως μορφή καρκίνου απέναντι στο φαινόμενο της ζωής, κι οπότε είτε θα παρασύρει στον θάνατο την ίδια την ζωή είτε το φαινόμενο της ζωής θα το καταστρέψει (σε μορφή συνθήματος αυτή η διαδικασία έχει ονομαστεί «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα»).
Έτσι και στην περίπτωση του πληροφοριακού εργάτη, διαπιστώνουμε εύκολα ότι τα εμπορεύματα «πληροφορίες» δεν μπορούν να παραχθούν χωρίς την παρέμβαση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Οι ίδιες οι πληροφορίες είναι (χοντρικά) η εξιστόρηση με διάφορα μέσα ανθρώπινων πράξεων. Ο τρόπος διαλογής των πληροφοριών και μετατροπής τους σε εμπορεύματα «πληροφορίες», προϋποθέτει μια διαδικασία που δεν μπορεί να γίνει αποκλειστικά από μηχανές, αλλά έχει πάντα ανάγκη τις ανθρώπινες αισθήσεις και την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Γι’ αυτό τον λόγο το κεφάλαιο θα έχει πάντα ανάγκη τον πληροφοριακό εργάτη και γι’ αυτό τον λόγο η κεφαλαιοκρατική σχέση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή που προαναφέραμε (είτε την ολική, είτε την δικιά του), αφού βασίζεται σε μια αντιφατική διαδικασία: Προσπαθεί να μετατρέψει την ανθρώπινη δημιουργικότητα σε μια μηχανική διαδικασία, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Προσπαθεί να καταστρέψει την ζωή αλλά την έχει ανάγκη.
Σε αυτό τον αγώνα λοιπόν ανάμεσα στην ζωή (ανθρώπινη δημιουργικότητα) και στον θάνατο (αλλοτριωμένη εργασία για το κεφάλαιο) ο πληροφοριακός εργάτης παίρνει θέση (συνειδητά ή ασυνείδητα) υπέρ του στρατοπέδου της ζωής. Η έκβαση αυτού του (ταξικού) πολέμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος της αντίστασης μας στην αλλοτριωμένη εργασία, αλλά κυρίως από την μετατροπή αυτής της ασυνείδητης και αυθόρμητης αντίστασης σε συνειδητή συλλογική αντίσταση ενάντια στην κεφαλαιοκρατική σχέση.
Αύτη η μετατροπή εξαρτάται από το ξεπέρασμα του διαχωρισμού των πράξεων μας από τις διάφορες ιδεολογίες με τις οποίες ντύνονται οι πράξεις μας. Ο πληροφοριακός εργάτης, όπως κάθε εργάτης, βρισκόμενος κάτω από την υλική κυριαρχία του κεφαλαίου βρίσκεται και ταυτόχρονα κάτω από την ιδεολογική του κυριαρχία. Συνεπώς οι πράξεις αντίστασης στο κεφάλαιο για να μπορέσουν να ξεπεράσουν την μερικότητα τους και να γίνουν απειλητικές απέναντι στην κεφαλαιοκρατική σχέση, πρέπει να αναπτυχθούν τόσο πρακτικά (π.χ. απεργίες) όσο και θεωρητικά. Κι ισχύει ότι η ανάπτυξη της προλεταριακής θεωρίας είναι υπόθεση των ίδιων των προλετάριων, όσο ισχύει ότι «η απελευθέρωση των εργατών είναι υπόθεση των ίδιων των εργατών».