Στις 12 Γενάρη, οι εργάτες του εργοστασίου της Μιτσουμπίσι αποφασίζουν να καταλάβουν το εργοστάσιο απαιτώντας την επαναπρόσληψη 135 συμβασιούχων της Induservis, εργολάβου εταιρείας που συντηρούσε το εργοστάσιο, ως υπάλληλοι της Μιτσουμπίσι. Ενώ εκφράζουν με τον τρόπο αυτό και την αλληλεγγύη τους στους αγώνες των εργατών στα εργοστάσια Vivex, Franelas Gotcha, INAF και Acerven, που ζητούν εθνικοποίηση και εργατικό έλεγχο.
Στις 29 Γενάρη, έξω από την πύλη του εργοστασίου εμφανίζονται διοικητικά στελέχη μαζί με την τοπική αστυνομία. Τα στελέχη αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα κατά της κατάληψης και να απαιτούν από τους εργάτες να τη σταματήσουν. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίζονται και δύο δικαστές, οι οποίοι ξεκινούν «διάλογο» με τους εργάτες. Ο «διάλογος» όσο περνάει η ώρα γίνεται όλο και πιο έντονος, με τους εργάτες να αρνούνται κάθε σκέψη για αποχώρηση. Αφού οι δικαστές είδαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πείσουν τους εργάτες να τερματίσουν την κατάληψη, έδωσαν το πράσινο φως για πιο σκληρά μέτρα. Στην πύλη φτάνει άτομο με κόφτη για να σπάσει το λουκέτο, ενώ καμιά πενηνταριά μπάτσοι παίρνουν θέσεις για να μπουκάρουν στο εργοστάσιο και ρίχνουν χημικά μέσα σ’ αυτό. Οι εργάτες αντεπιτίθενται με βροχή από πέτρες. Λίγο αργότερα ακούγονται πυροβολισμοί και ο 36χρονος Javier Mercano, εργάτης της Μιτσουμπίσι, και ο 23χρονος Pedro Suarez, αλληλέγγυος από άλλο εργοστάσιο, πέφτουν νεκροί.
Οι συγκρούσεις διαρκούν δυο ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η αστυνομία δείχνει τέτοιο «υπερβάλλοντα ζήλο» που επιτίθεται ακόμα και σε αυτοκίνητα που μεταφέρουν τραυματισμένους εργάτες, όπως αναφέρει η ανταπόκριση του Revolutionary Marxist Current. Αναγκάζεται όμως να υποχωρήσει, όταν στο σημείο της σύγκρουσης καταφτάνουν εκατοντάδες εργάτες από γειτονικά εργοστάσια. Μετά το γεγονός, ο κυβερνήτης Tarek θέτει σε διαθεσιμότητα και τους 50 μπάτσους του σώματος άμεσης επέμβασης της αστυνομίας της Anzoategui και στέλνει ομάδα της εγκληματολογικής υπηρεσίας να ερευνήσει το περιστατικό. Εξι μπάτσοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες (σε αντίθεση με τις αρχικές δηλώσεις των Αρχών, ότι οι μπάτσοι δεν πυροβόλησαν και ότι ο θάνατος των εργατών προέρχεται από πυροβολισμούς αγνώστων, υπονοώντας φίλια πυρά). Ο Τσάβες δηλώνει σε τηλεοπτικό του μήνυμα «συντετριμμένος» και «υπέρ των αδύνατων».
Το γεγονός ακολούθησε γενικευμένη λαϊκή οργή. Οι εργάτες του εργοστασίου συναντήθηκαν με τους συναδέλφους τους από 50 εργατικές ενώσεις προκειμένου να διοργανώσουν διαδήλωση με αιχμές την καταδίκη της δολοφονίας και αιτήματα το αρχικό της κατάληψης αλλά και την σύλληψη των δικαστών που διέταξαν την εκκένωση του εργοστασίου καθώς και την παραίτηση του κυβερνήτη της πολιτείας ο οποίος σημειωτέο είναι φίλα προσκείμενος στον Ούγκο Τσάβες.
Δεν είναι η πρώτη φορά που σε αυτή την «περίοδο επανάστασης» η «σοσιαλιστική» Αστυνομία και Δικαιοσύνη λειτούργησαν σαν προστάτης των καπιταλιστών. «Θύματα αστυνομικής βίας με εντολές δικαστικών λειτουργών υπήρξαν και εργάτες της Fundimeca στη Βαλένθια, της Alpina, της Sidor στο Πόρτο Ορντάζ και οι εργάτες των κρατικών διυλιστηρίων» όπως γράφουν σε ανακοίνωσή της η Ένωση Εργατών Βενεζουέλας.
Ταυτόχρονα, όπως είχε καταγγείλει τον περασμένο Δεκέμβρη ο πρόεδρος του σωματείου των εργατών της Μιτσουμπίσι, Felix Martinez, έξι βιομηχανίες ανταλλακτικών αυτοκινήτων έκλεισαν και ξανάνοιξαν με τους ίδιους ιδιοκτήτες ως «κοπερατίβες», με μόνο στόχο να σπάσουν τις συμβάσεις με τους εργάτες. Ο… σοσιαλισμός στο απόγειό του!
ΠΗΓΕΣ Εφημεριδα Κόντρα, venezuelanalysis.com