Η τρέχουσα τρομοϋστερία, παρά την ένταση της λοιπής τρομο-επικαιρότητας που την περιβάλλει (εκλογές, κρίση, γρίπη…) και την κάνει να περνά σε σχετικά δεύτερο πλάνο, δεν παύει να εμφανίζει ένα τουλάχιστον κοινό βασικό σημείο με όλες τις προηγούμενες που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια: την οριστική και αμετάκλητη, όπως φαίνεται, μετατροπή των ΜΜΕ σε δομικό παράγοντα του σύγχρονου «φαινομένου της τρομοκρατίας», τη διεξοδική μετάλλαξή τους σε γραφείο τύπου της Αστυνομίας, σε παράγοντα δηλαδή που διαμορφώνει ενεργά τα ίδια τα «στοιχεία» της εκάστοτε «υπόθεσης», παραδίδοντάς τα στη συνέχεια ως αντικειμενικά «δεδομένα» βάσει των οποίων, υποτίθεται, πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει γύρω μας. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες ώρες για να μάθουμε ότι οι τρεις συλληφθέντες και η μία συλληφθείσα του Χαλανδρίου «συνδέονται» με την, ή «ανήκουν» στην, οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», ενώ μερικές ημέρες αργότερα η συντονισμένη αυτή εκδοχή των ΜΜΕ πήρε και επίσημη νομική υπόσταση, καθώς εκφράστηκε πιστά στο αναβαθμισμένο κατηγορητήριο που αντιμετώπισαν αίφνης οι συλληφθέντες κατά την απολογία τους. Αντιγράφουμε από την έντυπη Ελευθεροτυπία (30/9):
Τρομοκρατικές ενέργειες …υψηλού κινδύνου «διέγνωσε», πάντως, η 32η τακτική ανακρίτρια της Αθήνας, εκτιμώντας τα ευρήματα της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί σε βάρος των τεσσάρων νεαρών, (…) αλλά και των υπόλοιπων έξι που καταζητούνται. Και ζήτησε, πέραν των βαρύτατων ποινικών διώξεων που τους είχαν ήδη ασκηθεί με βάση και διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου, να «εμπλουτισθεί» το σε βάρος τους κατηγορητήριο και με παραγράφους του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο επιγράφεται «τρομοκρατικές πράξεις», όπως εισήχθη με το νόμο 3251 του 2004.
Όπως και στην περίπτωση κάθε άλλης μαζικά μεταδιδόμενης υστερίας, η «είδηση» δεν υπάρχει ως τέτοια σε κανένα στάδιο της «μετάδοσής» της: κατασκευάζεται στην πορεία, σε συνεργασία με όλους τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς – Αστυνομία, Δικαιοσύνη, πολιτική εξουσία. Η «είδηση» χειραγωγείται τόσο εύκολα και γρήγορα όσο και η δικογραφία ή το κατηγορητήριο. Ο συγχρονισμός αυτής της διαδικασίας – στην οποία δεν έχει μάλλον και τόση σημασία ποιος φτιάχνει τι πρώτος, ποιος ακολουθεί και ποιος δέχεται το τελικό προϊόν – μας είναι πια οικείος, παραμένει ωστόσο εντυπωσιακός: από μερικές λέξεις που συνάπτονται σε μερικά βουβά «ευρήματα», βγαίνει τελικά, στην άλλη άκρη της αλυσίδας συναρμολόγησης, ένα ωραιότατο, χειροπιαστό και άκρως εμπορεύσιμο προϊόν με την επωνυμία «τρομοκρατική οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», που κομίζει επιπλέον την υπόσχεση νέων και βελτιωμένων εκδοχών του («και στο βάθος, ίχνη της Σέχτας Επαναστατών», όπως μας πληροφορεί δελεαστικά η Καθημερινή, 27/9)…
Αν όμως η διαδικασία αυτή, στην (κάθε) συγχρονία της, εκτυλίσσεται με ακρίβεια και μεθοδικότητα αντάξια ενός πρότυπου φορντιστικού εργοστασίου, αν περιγράφεται τόσο δύσκολα όσο «εύκολα» και «αυτόματα» εκτυλίσσεται, αφήνοντας το άναυδο φιλοθεάμον κοινό να συγκατατίθεται παθητικά στην κατασκευασμένη πραγματικότητα που του παρουσιάζεται, υπάρχει ευτυχώς και η διαχρονία, που αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα της εκάστοτε τρομοϋστερίας, τα πολιτικά χαρακτηριστικά της. Τι θυμόμαστε, λοιπόν, για τη διαβόητη «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», για την οποία κατηγορούνται σήμερα τέσσερις, αύριο δέκα, και πάει λέγοντας;
Ενεργή από τις αρχές του 2008, η οργάνωση φαίνεται ότι άρχισε να απασχολεί σοβαρά την Αστυνομία μόλις τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, όταν (όπως ανέφερε εκείνες τις ημέρες αξιωματούχος της ΕΛ.ΑΣ. στην Καθημερινή) η επικαιρότητα θεωρήθηκε πλέον εκρηκτική λόγω της «περιρρέουσας ατμόσφαιρας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης». Οι περιγραφές των ιθυνόντων τη μακρινή εκείνη εποχή ηχούν στις μέρες μας σχεδόν ρετρό: ομάδες «γκαζάκηδων», αποκαλούμενοι «αντιεξουσιαστές», δίχως κεντρική οργάνωση ή καθοδήγηση, που συντονίζονται στα κατά τόπους «στέκια». Εν μέσω εθνικών σκανδάλων και διεθνούς χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, θα πήγαινε, ασφαλώς, πολύ να ανοίξει «φάκελος: τρομοκρατία», να επιχειρηθεί η στοχοποίηση ολόκληρων κοινωνικών, πολιτικών ή πολιτισμικών χώρων, να ενοχοποιηθεί απροκάλυπτα η ευρύτερη κοινωνία από το ίδιο το ένοχο κράτος – να ενορχηστρωθούν, με δυο λόγια, όλα αυτά που τείνουν σήμερα να γίνουν κανόνας. Ένα είδος σχεδίου, βέβαια, διαφαινόταν ήδη, τότε όμως φάνταζε αρκετό να μην επιτραπεί στους «δράστες» να «αποκτήσουν ρόλο στις εξελίξεις και έρεισμα σε μερίδα της κοινωνίας». Και μετά, άλλαξε ο μήνας, και οι «εξελίξεις» έγιναν αυτό που λέμε «ραγδαίες»…
Είναι αισθητές εδώ και καιρό οι επιπτώσεις του Δεκέμβρη στον ορισμό της «τρομοκρατίας» και της «αντιτρομοκρατίας», με τη σύλληψη όμως των τεσσάρων στο Χαλάνδρι και ό,τι ακολούθησε / πρόκειται να ακολουθήσει παρέχεται πια μια ξεκάθαρη εικόνα της νέας κατασταλτικής στρατηγικής. Όλο το πεδίο του κοινωνικού καλείται πλέον να συμμορφωθεί στις προδιαγραφές μιας νέας αυταρχικής συναίνεσης που επιβάλλεται συστηματικά στην «κοινή γνώμη» ως φοβική αντιμετώπιση, η μόνη εφικτή, των πολλαπλών «απειλών» που μας έχουν ενσκήψει, από τους μετανάστες και τα χρέη ως τα …μικρόβια. Έχει, πράγματι, κάτι το έντονα κλινικό η σημερινή στρατηγική της βίαιης συναίνεσης, καθώς επιδιώκει να αφαιρέσει «επιστημονικά», ριζικά μεν, χωρίς περιττές εικόνες φρίκης δε, κάθε εναπομείνασα εστία αντίστασης, κάθε ρωγμή στο συνθετικό περίβλημα της κοινωνικής ζωής (ένα από τα σύμβολα του Δεκέμβρη, το στρατιωτικά οχυρωμένο πλαστικό χριστουγεννιάτικο δένδρο του Συντάγματος, αποκτά τώρα και αξία οιωνού). Σήμερα, «οι έρευνες εκτείνονται σε όλη την επικράτεια», «οι καταζητούμενοι ίσως έχουν βρει καταφύγιο στο άσυλο της Νομικής», «στην Πανεπιστημιούπολη ενδέχεται να κατασκευάζονται εκρηκτικοί μηχανισμοί», «το Πολυτεχνείο υποθάλπει τον server των αναρχικών» (με σιωνιστικά κεφάλαια…), οι «γιάφκες» αναμένεται να αρχίσουν να εμφανίζονται παντού, από τον locus classicus των Εξαρχείων μέχρι τις καταλήψεις, τα βουνά και τα λαγκάδια…
Διαμιάς, έρχεται με ορμή στο προσκήνιο όλη η τραγικότητα (κατά κυριολεξία) του σχεδίου για μια κοινωνία πλήρως συμμορφωμένη στο κράτος και τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς» του, μια κοινωνία που «οφείλει» να στραφεί πειθήνια ενάντια στον εαυτό της και, τελικά, να βγάλει μόνη της τα μάτια της. Όταν γίνεται λόγος σήμερα για «20χρονα παιδιά», αυτό που καλούμαστε να ακούσουμε, μετά τον Δεκέμβρη, μέσα στον λόγο περί «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς», είναι «20χρονοι τρομοκράτες»: ο απολύτως εσωτερικός, απόλυτος εχθρός, ο οποίος πρέπει στο εξής να εκλείψει εξίσου απόλυτα – που θα πει διαλογικά, σαν ηττημένος σε debate: άφωνος, άλαλος, εγκλωβισμένος στον κυρίαρχο λόγο και συγχρόνως εξοβελισμένος από αυτόν, δέσμιος σε ένα γενικευμένο «ειδικό κελί». Ειπώθηκε, άλλωστε, με τον δέοντα τρόπο, από αρμόδια χείλη:
Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται διάλογος. Αν εμμένουν σε εγκληματικές πράξεις και ενέργειες δεν μπορούν να μείνουν ατιμώρητοι. Να μην υπάρξουν πάλι αυτές οι άγριες ημέρες. Πάνω απ’ όλα χρειάζεται διάλογος. Αυτά τα παιδιά έχουν χάσει τον προσανατολισμό. Πρέπει να τους ακούσουμε για να μην επαναληφθούν αυτά τα γεγονότα (Γ. Καρατζαφέρης, περί «κουκουλοφόρων»)
Οι κρατούντες το ξέρουν, έστω και διαισθητικά: όταν κάνουν πράγματα με τις λέξεις, οι τελευταίες παύουν να υπάρχουν. Για τα σύγχρονα ΜΜΕ, η σιωπή αυτή είναι ο ιδεατός ορίζοντας, ο σκοπός και η εκπλήρωσή τους, ο νόμος τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το βουλώσαμε όλοι.
Οι φωτογραφίες είναι από: http://www.deviantart.com/