Σε εκείνο το μακρινό παρελθόν, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παπαγιαννάκης έγραφε ότι το σημαντικό τελικά δεν είναι όσοι «ασκούν βία κατά του διαφορετικού» γιατί γι’ αυτούς «υπάρχουν νόμοι και θεσμοί. Σημαντικότερο είναι η απομόνωση, πραγματική ιδεολογική καραντίνα, στην οποία πρέπει να οδηγηθούν οι θεωρητικοί της βίας, έστω κι αν αφήνουν τη βρώμικη δουλειά σε άλλους» (Η Καθημερινή, ίδια ημερομηνία).
Την ίδια μέρα, ο πανεπιστημιακός Κατσούλης, γνωστός πρώιμος κατήγορος της εξέγερσης του Δεκέμβρη, επαύξανε, για να καταπραΰνει προφανώς τις ανησυχίες του κ. βουλευτού, διαπιστώνοντας ότι, εδώ που τα λέμε, δεν είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα, αφού σήμερα, ευτυχώς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες δεκαετίες, «η κατάσταση είναι αλλιώς και αυτό το δείχνει η αντίδραση της κοινωνίας και ενός μεγάλου μέρους του πνευματικού κόσμου που, χωρίς ενδοιασμούς και φόβους προηγούμενων εποχών, δημοσιοποιεί την καταδίκη του και κάνει τις αναγκαίες παρομοιώσεις με εκείνες τις δυνάμεις που στο παρελθόν αλλά και στο παρόν υπονομεύουν τη δημοκρατία. Το νέο γεγονός που καταγράφεται στην αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι η κοινή γνώμη ταυτίζεται τώρα με τη δημοσιοποιημένη και ως τέτοια μπορεί να αποτελέσει τον πραγματικό φραγμό που θα εμποδίσει η τωρινή τρομοκρατία να πάρει της διαστάσεις της παλιάς».
Μια εβδομάδα αργότερα, η δολοφονική βομβιστική ενέργεια ενάντια στους αντιρρησίες συνείδησης, στο στέκι των μεταναστών, στο κέντρο των Εξαρχείων, απουσιάζει παντελώς από την ημερήσια διάταξη των καθεστωτικών μέσων. Τώρα, δεν ξεσηκώθηκε στην εικονική τους πραγματικότητα κανένα «κύμα αντιδράσεων κατά της βίας», κανένας ατρόμητος «πνευματικός κόσμος» δεν δημοσιοποίησε την καταδίκη του, ούτε έκανε λυρικά τις «αναγκαίες παρομοιώσεις» του. Η «κοινωνία» δεν αντέδρασε – και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού, κατά πως το λεν και οι πανεπιστημιακοί, «η κοινή γνώμη ταυτίζεται τώρα με τη δημοσιοποιημένη»; Κι όμως, «η τωρινή τρομοκρατία» όχι μόνο έχει «πάρει τις διαστάσεις της παλιάς», αλλά τις έχει ήδη υπερβεί κατά πολύ: έχει χειροβομβίδες, τις εκτοξεύει, θέλει να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, δραπετεύει ανενόχλητη – και η ευαγής καθεστωτική «δημοσιότητα» ποσώς νοιάζεται να επιβάλει «ιδεολογική καραντίνα» στους «θεωρητικούς της βίας», ποσώς νοιάζεται να βεβαιώσει ότι «για όσους τελικά ασκούν βία κατά του διαφορετικού υπάρχουν νόμοι και θεσμοί».
Γιατί η αλήθεια είναι ότι η «κοινή γνώμη» που «δημοσιοποιούν» τα ΜΜΕ δεν είναι ούτε «κοινή» ούτε «γνώμη». Η αλήθεια είναι ότι νόμοι και θεσμοί υπάρχουν μόνο για να καταστέλλουν οτιδήποτε κοινό και οποιαδήποτε γνώμη. Η αλήθεια είναι ότι η βία δεν είναι παντού και πάντα η ίδια. Πρέπει να χωρίζεται σε αυτή που συγκαλύπτεται και υποθάλπεται από τους «νόμους» και τους «θεσμούς», και εκείνη που καταγγέλλεται και διώκεται από τους ίδιους αυτούς νόμους και θεσμούς – είτε γιατί έχει χαλκευτεί από τους ίδιους με αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ως «εσωτερικός εχθρός» τον οποίο χρειάζονται για να διατηρήσουν την «τάξη» τους, είτε πάλι γιατί πρόκειται στην ουσία για αντι-βία, η οποία άλλο δεν κάνει από το να εκθέτει τους αμερόληπτους, υποτίθεται, νόμους και θεσμούς ως άδικους, ταξικούς, βαθιά βίαιους.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει μία «δημοσιότητα». Υπάρχουν πολλές και ανταγωνιστικές, και όλες φτιάχνονται, απλώς καθεμία φτιάχνεται διαφορετικά. Υπάρχει, ας πούμε, η ενιαία «δημοσιότητα» που καταστρώνεται από θλιβερά επικοινωνιακά επιτελεία, σε πολυτελή γραφεία, βαριά εξοπλισμένα κρησφύγετα, αίθουσες σύνταξης και εργαστήρια Και υπάρχει και η πολλαπλή δημοσιότητα που φτιάχνεται ανοιχτά, μαζικά, στον δρόμο, στους χώρους δουλειάς, σε συνελεύσεις, συλλογικά και διαλογικά. Ανάμεσά τους, υπάρχει χάσμα. Υπάρχει αντιπαράθεση. Υπάρχει σύγκρουση. Φιλοδοξούμε να νικήσουμε.