Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο από το μπλογκ των εργαζωμένων/απολυμένων στα Metropolis που περιγραφει απόλυτα το σημερινό εργασιακό τοπίο που βιώνουμε όλοι, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες όλων των εργαζόμενων, ανεξαρτήτως ειδικοτήτων και κλάδων.
Τα χρόνια που το Μετρόπολις θησαύριζε και έκλεινε χρονιές με κέρδη εκατομμυρίων ποτέ δεν είδα αύξηση. Τότε μου έλεγαν οι συνάδελφοι «μην ανοίγεις ιστορίες, ήμαστε καλά έτσι, εμείς κάνουμε το κέφι μας, εμείς αγαπάμε την μουσική, δεν μας ενοχλεί κανείς» και εγώ δεν έκανα τίποτα.
Μετά το παλιό αφεντικό πούλησε την χρυσή κότα χωρίς να μας διασφαλίσει τίποτα, στο νέο αφεντικό που ήρθε με νέες ιδέες, νέους σκύλους προϊσταμένους, νέες εργασιακές συνθήκες. Και πάλι μου έλεγαν «να επικρατήσει ηρεμία, θα προσαρμοστεί και αυτός, θα δει ότι έτσι δουλεύει το μαγαζί, χωρίς εμάς θα κλείσει» και εγώ πάλι δεν έκανα τίποτα.
Όταν άρχισαν τα πρώτα ζόρια και το αφεντικό με το σόι του εξαφανίστηκε, την θέση του πήραν τα σκυλιά-προϊστάμενοι του. Το αφεντικό ήδη είχε καταλάβει ότι είναι καλύτερα να τα κλείσει και να φεσώσει όλο τον κόσμο παρά να πληρώνει τις υποχρεώσεις του. Οι συνάδελφοι έλεγαν «κάνε υπομονή, δεν θα τα κλείσει είναι της δισκογραφίας, κάτι θα κάνει, να άνοιξε στο «Μall» και εγώ κάθισα στα αυγά μου και δεν έκανα τίποτα.
Τότε ήταν που σκάσανε οι πρώτες αφίσες εργαζομένων τα πρώτα σχόλια στο διαδίκτυο και μας φώναζαν στα μούτρα μας για το μέλλον που έρχεται. Οι σκύλοι-manager μας καθησύχαζαν, οι συνάδελφοι έσκιζαν τις αφίσες, χλεύαζαν και κορόιδευαν ότι είναι μανίες κάποιων, εγώ με ανησυχία καρτερούσα την λύση από τον ? (ακόμα δεν ξέρω ποιος θα με σώσει) και δεν έκανα τίποτα.
Όταν κλείσανε τα μισά μαγαζιά και οι απολύσεις πέφτανε βροχή, ήρθαν σωματεία μαζί με συναδέλφους που καλούσαν σε συλλογικό αγώνα. Παθητικά τους άκουσα, τους παρακολούθησα. Νόμιζα ότι εκπλήρωσα το αγωνιστικό μου καθήκον. Στο μαγαζί άρχισαν να εξαφανίζονται και τα σκυλιά-manager αφήνοντας στην θέση τους κάποιους από τους σκουλήκια-συναδέλφους να λένε ότι «οι διαμαρτυρίες και όχι το καλό αφεντικό θα κλείσουν το μαγαζί, ότι είναι πληρωμένοι συνδικαλιστές, ότι τα μαγαζιά πρέπει να μην τα ενοχλούμε για να κάνουν ταμεία και να σωθεί η επιχείρηση, ότι αυτοί θα μείνουν χωρίς δουλειά» εγώ δεν τους απάντησα, δεν τους μούντζωσα, δεν τους έφτυσα δεν τους σφαλιάρισα, δεν έκανα τίποτα.
Όταν έμειναν δύο μαγαζιά, βρέθηκα απολυμένος στο δρόμο κρατώντας ένα πανό. Πάλι κάποιοι είπαν να μην έρθουμε σε σύγκρουση με τους συναδέλφους που δουλεύουν (ναι ρε, αυτούς που είναι εργοδοτικοί, αυτοί που ρίχνουν λάσπη σε αυτούς που αντιστέκονται, αυτούς που βοηθάνε το αφεντικό να κλείνει μαγαζιά, αυτούς που ξέχασαν τις φιλίες τους παλιούς συναδέλφους, αυτά τα σκουλήκια) εγώ πάλι δεν είπα τίποτα. Δεν είπα «στο διάολο να πάτε σκουλήκια». Δεν έκανα τίποτα.
Όταν το αφεντικό τα έκλεισε όλα και άνοιξε μια τρύπα για να πουλήσει ότι του απόμεινε θέλοντας να πάρει και τα τελευταία ευρώ, τα σκουλήκια χάρηκαν. Τα σκουλήκια πάντα χαίρονται όταν βρίσκουν μια τρύπα να χωθούν. Κάποιοι είπαν «όλα έχουν τελειώσει, δεν θα πάρουμε τίποτα πια». Τα σκουλήκια στο μαγαζί γελούσαν νηστικά συνεχίζοντας την λάσπη, μπας και αναγνωριστεί το έργο τους από το αφεντικό και εγώ απ’ έξω έκλαιγα νηστικός. Και πάλι κάποιοι είπαν «έτσι είναι αυτά τα πράγματα, όλη η κοινωνία στα ίδια σκατά είναι, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε την διαφορά» εγώ δεν έκανα τίποτα. Δεν μπήκα στο μαγαζί να το κλείσω 2-3 μέρες, δεν πήγα με το αντίσκηνο έξω από την επιθεώρηση εργασίας , δεν έπιασα τα σκουλήκια από το λαιμό, δεν πήγα στο αφεντικό να τα πούμε αφού έχουμε χαθεί εδώ και 2 χρόνια. Δεν έκανα τίποτα.
Επειδή το πολύ τίποτα μου έχει κάτσει στο λαιμό και δεν μπορώ να πάρω ανάσα, δεν μπορώ να περιμένω το αύριο. Τώρα, σήμερα θα τα κάνω όλα μαζεμένα για να μην γίνω ένα τίποτα. Τώρα αφεντικά, σκύλοι και σκουλήκια θα δουν τι μπορεί να κάνει κάποιος που δεν έχει τίποτα να χάσει, που δεν έχει τίποτα στην τσέπη, που δεν έχει τίποτα στο στομάχι. Τώρα δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω από το να σας κυνηγάω συνέχεια. Τώρα είμαι έτοιμος να μην αφήσω τίποτα για αύριο, να μην αφήσω τίποτα δικό μου σε άλλους, να μην αφήσω τίποτα να το κάνουν άλλοι για μένα, να μην αφήσω τίποτα όρθιο.