Ένα ιδιότυπο καθεστώς παρακολούθησης της ΕΥΠ έφερε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας ρεπορτάζ εφημερίδας το οποίο μάλιστα εμπλέκει και δημοσιογράφους με πεδίο έρευνας το μεταναστευτικό. Η δημοσιογραφική ομάδα του Solomon επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για τον συνάδελφο Σταύρο Μαλιχούδη με αφορμή ένα ρεπορτάζ για ένα 12χρονο παιδί από τη Συρία το οποίο βρισκόταν υπό κράτηση στην Κω και είχε δημιουργήσει μία ζωγραφιά που έγινε εξώφυλλο στην εφημερίδα «Le Monde».
Το έργο του Τζαμάλ φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πολιτισμών της Μασσαλίας, ενώ ο ίδιος συνέχιζε να βρίσκεται υπό κράτηση. Σύμφωνα με τα έγγραφα που δημοσίευσε η εφημερίδα, γίνεται ονομαστική αναφορά στην ομάδα του Solomon και συγκεκριμένα σε έναν δημοσιογράφο της που ετοίμαζε ένα ρεπορτάζ, το οποίο σύμφωνα με πληροφόρηση «από πηγή υψηλής αξιοπιστίας» αφορούσε ένα 12χρονο αγόρι από τη Συρία. Η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου ήταν χαρακτηριστική για το πώς αντιλαμβάνεται το κράτος τον όρο ασφάλεια: Τόνισε ότι η ΕΥΠ απλώς «κάνει τη δουλειά της» και πρόσθεσε ότι «επιτελεί σημαντικό έργο σε ό,τι αφορά τις απειλές για την εθνική μας ασφάλεια, τις απειλές για την ασφάλεια των πολιτών, για τον ομαλό κοινωνικό βίο». Γιατί όμως ένα τέτοιο ρεπορτάζ αποτελεί κίνδυνο για την «ασφάλεια των πολιτών»; Ποια είναι αυτή η πηγή «υψηλής αξιοπιστίας» που παρακολουθεί τις κινήσεις και τις επαφές δημοσιογράφων; Οι αρχές ακόμη δεν έχουν διαψεύσει την παρακολούθηση του Σταύρου Μαλιχούδη, ούτε το ρεπορτάζ και τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν. Ο συγκεκριμένος συνάδελφος (πιθανώς και άλλα μέλη της ομάδας του Solomon) παρακολουθούνταν παράνομα και εν αγνοία τους και αυτές οι πληροφορίες κοινοποιήθηκαν στη συνέχεια σε μια υπηρεσία κρατικής ασφάλειας που επιτηρούσε τη δουλειά τους. Και ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα ΜΜΕ εκμεταλλεύονται τέτοιες ειδήσεις για να ανεβάσουν τα νούμερα τους, το συγκεκριμένο γεγονός «κουκουλώθηκε» εντελώς.
Ακροδεξιά ρητορική, βία και απαγωγές
Όσο παράλογο και δυστοπικό και αν ακούγεται αυτό το σενάριο, δεν μας εκπλήσσει. Η ΕΥΠ (υπό την απόλυτη εποπτεία του Κυριάκου Μητσοτάκη) φακελώνει και παρακολουθεί συναδέλφους στο όνομα της ασφάλειας. Οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν διαμορφώσει εδώ και αρκετά χρόνια µια ατζέντα που ενισχύει την ακροδεξιά ρητορική ειδικά σε ζητήματα που σχετίζονται με το μεταναστευτικό. Τον Μάρτη του 2020 η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση στρατιωτικής εισβολής και όξυνε το επίπεδο της συνοριακής κρατικής βίας. Δεν δίστασε να βαφτίσει τους μετανάστες «εθνική απειλή», «πράκτορες των Τούρκων», «εισβολείς» και να συσπειρώσει το έθνος απέναντι σε έναν φαντασιακό εχθρό. Το κράτος χρησιμοποίησε τον στρατό απέναντι σε άοπλους, δολοφόνησε δύο μετανάστες στον Εβρο µε απευθείας βολές όπλου, βασάνισε και επαναπροώθησε πολλούς άλλους. Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, όποιοι/ ες καταφέρνουν να ξεφύγουν από τις απάνθρωπες συνθήκες στην Τουρκία, να µην πνιγούν στα νερά του Αιγαίου ή να µην δολοφονηθούν από ελληνικά πυρά στον Έβρο καταλήγουν να στοιβάζονται σε άθλιες συνθήκες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε αντίστοιχη πολιτική στο μεταναστευτικό με δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης, επαναπροωθήσεις και δολοφονίες μεταναστών σε υδάτινα και χερσαία σύνορα, εκκένωση καταλήψεων στέγης, εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας.
Πρακτική των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας εδώ και αρκετά χρόνια είναι οι -κατα κόρον- παράνομες επαναπροωθήσεις (push backs) στην Τουρκία μεταναστριών και μεταναστών με εμπεδωμένες μαφιόζικες ενέργειες. Το ελληνικό λιµενικό απάγει καθημερινά ανθρώπους που φτάνουν στα ελληνικά νησιά, τους αφαιρεί τα κινητά και τα προσωπικά τους αντικείμενα, τους επιβιβάζει σε σωσίβιες λέμβους (life raft) και τους πετάει αβοήθητους στην ανοιχτή θάλασσα χωρίς µηχανή και πηδάλιο. Εδώ και αρκετά χρόνια οι επαναπροωθήσεις έχουν γίνει επίσημη πρακτική του ελληνικού κράτους για τη διαχείριση του μεταναστευτικού. Οι πράξεις αυτές προϋποθέτουν βία, κλοπή, απαγωγή και θανατηφόρα έκθεση σε κίνδυνο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αλληλεγγύη αντιμετωπίζεται ως αδίκηµα και όσοι/ες βοηθούν μετανάστες στοχοποιούνται και στιγµατίζονται. Ας μην ξεχνάμε το περσινό κύµα ρατσιστικής βίας µε µαζικές περιπολίες «αγανακτισµένων κατοίκων» και επιθέσεις σε πρόσφυγες, αλληλέγγυους, οργανώσεις και δηµοσιογράφους. Στις αρχές του Σεπτέμβρη ψηφίστηκε από τη Βουλή το νομοσχέδιο Μηταράκη το οποίο ποινικοποιεί τη διάσωση στο Αιγαίο (άρθρο 40) εισάγοντας περιορισμούς και στοχοποιώντας όσους και όσες επιχειρούν να βοηθήσουν μετανάστες ή να καταγράψουν τους τρόπους με τους οποίους τους αντιμετωπίζουν οι λιμενόμπατσοι. Δεκάδες διασώστες και αλληλέγγυοι έχουν βρεθεί από το πουθενά κατηγορούμενοι για κατασκοπεία ή διακίνηση. Επιπλέον, κάτοικοι της Μυτιλήνης έχουν καταγγείλει βιαιότητες από αστυνομικούς με πολιτικά που φτάνουν από την Αθήνα και στήνουν ενέδρες σε συγκεκριμένα σημεία.
ΜΜΕ στην υπηρεσία του κράτους
Παρά το γεγονός ότι θεωρητικά είναι υποχρέωση -και όχι δικαίωμα των δημοσιογράφων- να ελέγχουν και να διερευνούν τις κρατικές πρακτικές, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Τα ΜΜΕ λειτουργούν συστηματικά ως ιδεολογικοί βραχίονες της εξουσίας, ως φερέφωνα της εκάστοτε κομματικής γραμμής και εισπράκτορες κρατικών κονδυλίων. Με αυτόν τον τρόπο, αρκετά θέματα αποσιωπώνται, διαστρεβλώνονται ή απλώς κρύβονται κάτω από το χαλί.
Ένα από αυτά είναι και το ζήτημα των επαναπροωθήσεων (push backs) τα οποία έγιναν θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων μόνο μετά την ερώτηση της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τα περισσότερα ΜΜΕ αναζήτησαν εντυπωσιακά γρήγορα πληροφορίες και στοιχεία, προχωρώντας από τις πρώτες ώρες σε δολοφονία χαρακτήρα της συναδέλφου και εστιάζοντας στην καριέρα, στην εμφάνιση και στις πολιτικές της πεποιθήσεις. Το ζήτημα των επαναπροωθήσεων έμεινε σκόπιμα στην αφάνεια. Αυτός είναι και ο λόγος που το ζήτημα έχει αναδειχθεί τους τελευταίους μήνες σχεδόν αποκλειστικά από ξένα ΜΜΕ.
Στις 27/9/2020 η εφημερίδα Guardian δημοσίευσε ρεπορτάζ με τίτλο «Καταστροφή για τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς η Ελλάδα εντείνει τις “απωθήσεις” προσφύγων», ενώ σε παλαιότερο θέμα της περιγράφονται αναλυτικά μαρτυρίες προσφύγων που έπεσαν θύμα πρακτικών pushbacks. Στις 29/3/2021 η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) αναφέρθηκε στα περιστατικά pushbacks που καταγγέλλονται, ενώ η εκπρόσωπός της στην Ελλάδα, Mireille Girard, δήλωσε στο Der Spiegel πως αν οι καταγγελίες ευσταθούν τότε αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα ασύλου δέχεται επίθεση στην Ευρώπη. Μία μεγάλη έρευνα δέκα δημοσιογραφικών οργανισμών («Lighthouse Reports: Unmasking Europe’s shadow armies») απέδειξε ότι στο Αιγαίο γίνονται συστηματικά επαναπροωθήσεις από λιμενικούς.
Παρ’ όλο που τα ΜΜΕ τηρούν σιγή ιχθύος για τις επαναπροωθήσεις και τους βασανισμούς μεταναστών, έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες ρεπορτάζ για τους διακινητές, για τις ειδικές δυνάμεις, για τον υποτιθέμενο βρώμικο και πονηρό ρόλο των αλληλέγγυων. Όταν όμως υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία και γεγονότα, καταφεύγουν σε δολοφονία χαρακτήρα και λοιδορίες. Μέχρι και η Ναταλία Γερμανού (!) δέχτηκε σφοδρή κριτική επειδή φιλοξένησε στην εκπομπή της τον διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλο. Οι εκπρόσωποι του κράτους εξακολουθούν να κλείνουν τα αυτιά τους σε όλα τα στοιχεία (παρά την εξοργιστική και υποκριτική ευαισθησία επίσημων θεσμών όπως ο ΟΗΕ για το μεταναστευτικό) και να βαφτίζουν τις επαναπροωθήσεις «φύλαξη συνόρων» και «διασώσεις». Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση της Υφυπουργού μετανάστευσης και ασύλου Σοφίας Βούλτεψη στην ΕΡΤ (11/11/21) με την οποία τονίζει ότι «η Ελλάδα δεν κάνει επαναπροωθήσεις» και ότι «κάθε μέρα δίνεται μάχη για να σωθούν ζωές, ενώ πλέον μπορεί να γίνει έρευνα και διάσωση μόνο υπό τον έλεγχο του λιμενικού».
Οι τεχνικές πειθάρχησης, εκμετάλλευσης και περιθωριοποίησης από το κράτος και τα ΜΜΕ θα μας βρίσκουν πάντοτε απέναντι. Όσο οι ανθρώπινες ζωές γίνονται πεδίο άσκησης βαρβαρότητας και θανατοπολιτικής, εμείς θα προτάσσουμε την αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη και θα τασσόμαστε δίπλα στους μετανάστες και στους συναδέλφους μας που στοχοποιούνται.