Ως “Συνέλευση έμμισθων, άμισθων, «μπλοκάκηδων», «μαύρων», ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ” συμμετέχουμε και στηρίζουμε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία “Ανοιχτής Εργατικής Συνέλευσης”, όπως προέκυψε από τις συνελεύσεις, σωματείων, εργατικών ομάδων, συλλογικοτήτων και ατόμων πριν και μετά την
Πρωτομαγιά του 2009.
Ακολουθεί το κείμενο- κάλεσμα για την συνέλευση που θα γίνει την Κυριακή 20 Σεπτέμβρη στο Πολυτεχνείο (Πατησίων).
Συνάδελφοι-συναδέλφισσες
Η Εργατική Συνέλευση Για Την Πρωτομαγιά 2009 ξεκίνησε τις συζητήσεις της περίπου πριν από τρείς μήνες θέτοντας έναν αρχικό στόχο: την διοργάνωση μιας εκδήλωσης και μιας πορείας που θα αναδείκνυαν το ζήτημα της επέκτασης της επισφάλειας, που θα μιλούσαν για αυτά που βιώνουμε όλοι στους χώρους δουλειάς και τους τρόπους με τους οποίους επιλέγουμε να αντισταθούμε. Αρχικά επιλέξαμε συνειδητά οι κινήσεις μας να μην ετεροκαθορίζονται από την αυτονόητη αντίθεση στους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ και του ΕΚΑ και να έχουν έναν αυτόνομο χαρακτήρα. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την Πρωτομαγιά προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με πολλούς συναδέλφους είτε συζητώντας είτε μοιράζοντας το κείμενο-κάλεσμα, όχι μόνο στους χώρους εργασίας που δουλεύουμε αλλά και σε άλλους χώρους, όπως τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα του κέντρου και τα τηλεφωνικά κέντρα. Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε, παρά την μικρή συμμετοχή, κατατέθηκαν εμπειρίες, που αφορούσαν την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης αλλά και τις συλλογικές προσπάθειες εναντίον της, από ένα ευρύ φάσμα χώρων εργασίας. Έτσι μετά την πραγματοποίηση της πρωτομαγιάτικης πορείας, όπου η συμμετοχή ξεπέρασε και την πιο αισιόδοξη από τις προβλέψεις μας, τέθηκε το ερώτημα του αν η συνέλευση θα συνεχίσει την δράση της και με ποιό τρόπο. Η απάντηση μας είναι καταφατική: θέλουμε αυτή η συνέλευση να διευρυνθεί και να πάρει τον χαρακτήρα μιας μόνιμης ανοιχτής εργατικής συνέλευσης! Όμως ο λόγος δεν βρίσκεται σ’έναν εφήμερο ενθουσιασμό από την πετυχημένη έκβαση της πρωτομαγιάτικης πορείας. Υποστηρίζουμε ότι, ειδικά σ’αυτή την συγκυρία, έχουμε ανάγκη μια μόνιμη εργατική συνέλευση. Και εξηγούμαστε.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους θεωρούμε ένα τέτοιο εγχείρημα αναγκαίο, θα σταθούμε όμως στους πιο σημαντικούς. Καταρχάς αναγνωρίσαμε, μεταξύ άλλων, ότι μέσα στο περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης η συνθήκη της επισφάλειας επεκτείνεται σε ολοένα και περισσότερους κλάδους. Αυτό συνεπάγεται ότι αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα μιας συλλογικής απάντησης στην επίθεση που δεχόμαστε πλέον όλοι η οποία θα προσπαθεί να ξεπερνά τα κλαδικά όρια. Με άλλα λόγια: είναι αδύνατο να απαντήσουμε αποτελεσματικά στις απολύσεις, στις περικοπές μισθών και ωραρίων ή στην καταπάτηση στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων «εξαιτίας της κρίσης», αν ο καθένας από εμάς παραμείνει εγκλωβισμένος στον κλάδο ή τον χώρο εργασίας του. Η ύπαρξη μιας ανοιχτής εργατικής συνέλευσης θα μπορούσε να συμβάλλει στο να αρχίσουν να ξεπερνιούνται στην πράξη αυτοί οι διαχωρισμοί – μια αναγκαιότητα που σίγουρα υπήρχε και παλιότερα αλλά στη σημερινή συγκυρία επανέρχεται πιο επιτακτικά. Επίσης αναγνωρίσαμε δύο συνθήκες που αποτελούν κοινό μυστικό μέσα στους χώρους εργασίας. Ότι από την συνδικαλιστική ηγεσία δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα πέρα από την συνδιαχείριση της κρίσης εις βάρος μας. Επιπλέον ότι, παρά τις πολύ σημαντικές προσπάθειες πολλών συναδέλφων να υπάρξουν μαχητικά πρωτοβάθμια σωματεία, οι υπάρχουσες συνδικαλιστικές δομές συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρό δομικό πρόβλημα. Να το πούμε απλά: η κατάσταση που συναντούν οι περισσότεροι εργαζόμενοι μέσα στους χώρους δουλειάς, ειδικά αν είναι νέοι και επισφαλείς, συνοψίζεται στο ότι ή δεν υπάρχει καμμία μορφή συλλογικής οργάνωσης, ή εκεί όπου υπάρχουν σωματεία συνήθως λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε αυτοί να αισθάνονται ότι δεν χωρούν σ’αυτά και δεν εκφράζονται απ’αυτά. Αυτό συνεπάγεται ότι αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα μιας συλλογικής διαδικασίας που θα δίνει χώρο έκφρασης και δράσης και σε μεμονωμένους εργαζόμενους ή άτυπες συλλογικότητες εργαζομένων που, για μια ποικιλία λόγων, μπορεί να βρίσκονται εκτός των σωματείων αλλά δίνουν τις μικρές καθημερινές τους μάχες στη δουλειά. Κρίνουμε ότι μια ανοιχτή εργατική συνέλευση μπορεί να συμβάλλει στην εξυπηρέτηση ειδικά αυτής της αναγκαιότητας πιο αποτελεσματικά από ένα «συντονιστικό σωματείων». Μπορεί επίσης να αποτελέσει το πρώτο βήμα ώστε αυτές οι μικρές συλλογικότητες συναδέλφων να δημιουργήσουν στο μέλλον σταθερότερες μορφές οργάνωσης στους χώρους τους.
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων για την προετοιμασία της πρωτομαγιάτικης πορείας προέκυψαν, μέσα από την σύνθεση των διαφορετικών απόψεων, ορισμένα βασικά σημεία συμφωνίας μεταξύ μας. Το πρώτο αφορά ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις για την επέκταση της επισφάλειας: ότι η επέκταση της επισφάλειας και η ένταση της εργοδοτικής και κρατικής τρομοκρατίας συνδέονται με συγκεκριμένο τρόπο με την καπιταλιστική κρίση. Ότι η συνθήκη της επισφάλειας αφορά πλέον και κομμάτια εργαζομένων που παλιότερα εργάζονταν σε πιο «ασφαλείς» συνθήκες και ότι δημιουργεί νέα εργασιακά δεδομένα ακόμη και στο νομικό επίπεδο διεκδίκησης. Επίσης ότι η επέκταση της επισφάλειας πλήττει σοβαρά και τους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι αυτή την περίοδο αντιμετωπίζουν την (κυριολεκτικά) τρομοκρατική επίθεση κράτους και αφεντικών μέσω των εκτεταμένων επιχειρήσεων-σκούπα. Ακόμη ότι, όπως ανέδειξε η δολοφονική επίθεση ενάντια στην Κ. Κούνεβα, η επισφάλεια δεν είναι καθόλου άσχετη με τις «ακραίες» πρακτικές των αφεντικών στους χώρους δουλειάς, όπως η ύπαρξη δουλεμπορικών εταιριών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Το δεύτερο σημείο αφορά τις μορφές οργάνωσης στους χώρους δουλειάς: κρίνουμε ότι είναι πολύ σημαντικό, τόσο για την πρακτική έκβαση ενός επιμέρους αγώνα όσο και για την ποιότητα των σχέσεων που δημιουργούνται ανάμεσα στους αγωνιζόμενους, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να αυτοοργανώνονται και να παίρνουν την υπόθεση του αγώνα στα χέρια τους. Και αντλούμε δύναμη και ελπίδα από τα παραδείγματα αγώνων ή «μικρών» προσπαθειών διεκδίκησης όπου αυτό πραγματικά συμβαίνει. Έτσι υποστηρίζουμε ότι πρέπει να ξεπεράσουμε την επιλεκτική μυθοποίηση των επιμέρους μορφών οργάνωσης (πρωτοβάθμιο σωματείο,εργατική ομάδα, επιτροπή βάσης), αφού η καθεμιά έχει τα όριά της, και να επιμείνουμε στην ουσία: η κάθε μορφή να ανταποκρίνεται στις αναγκαιότητες του αγώνα και να δημιουργεί μια συλλογική διαδικασία ζωντανή και αμεσοδημοκρατική, χωρίς «συνδικαλιστές ειδικούς». Το τρίτο σημείο αφορά τις διεκδικήσεις στους χώρους δουλειάς: κρίνουμε ότι είναι πολύ σημαντικό σε κάθε επιμέρους χώρο ή κλάδο να τίθενται και να κερδίζονται από-τα-κάτω συγκεκριμένα αιτήματα που θα βάζουν την συλλογική ικανοποίηση των δικών μας αναγκών και επιθυμιών πάνω από τις «ανάγκες» των αφεντικών. Υποστηρίζουμε δηλαδή ότι το να κερδίζουμε σήμερα επιμέρους υλικές νίκες είναι ένα αναγκαίο βήμα ώστε η τάξη μας να ανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και τις δυνάμεις της, προκειμένου να διεκδικήσει τα πάντα αύριο. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε σαν συνέλευση μια κοινή άποψη για το ποιά θα μπορούσαν να είναι εκείνα τα αιτήματα-διεκδικήσεις που θα δρούσαν ενοποιητικά για τον πολύμορφο «κόσμο της επισφάλειας». Καταλαβαίνουμε όμως ότι πρόκειται για ένα ανοιχτό ζήτημα που η απάντησή του πρέπει να αναζητηθεί μέσα από την επικοινωνία των επιμέρους αγώνων και μέσα από ευρύτερες συλλογικές εργατικές διαδικασίες… Αυτά τα σημεία που αναφέραμε παραπάνω θέλουμε να αποτελέσουν και τους αρχικούς συνδετικούς κρίκους της ανοιχτής εργατικής συνέλευσης που προτείνουμε. Θεωρούμε ακόμη ότι αυτοί οι συνδετικοί κρίκοι μπορούν και πρέπει να εμπλουτιστούν από την γνώμη που θα καταθέτει στη συνέλευση ο κάθε συνάδελφος.
Προτείνουμε λοιπόν την δημιουργία μιας μόνιμης ανοιχτής εργατικής συνέλευσης που θα συνεδριάζει σε δεκαπενθήμερη βάση και θα λειτουργεί στην βάση της αυτοοργάνωσης. Θέλουμε στη συνέλευση αυτή να συμμετάσχουν ισότιμα πρωτοβάθμια σωματεία, εργατικές ομάδες, επιτροπές βάσης αλλά και μεμονωμένοι συνάδελφοι είτε συμμετέχουν σε κάποιο πρωτοβάθμιο σωματείο είτε όχι. Δεν θέλουμε η συνέλευση αυτή να γίνει ένα γραφειοκρατικό «κέντρο», που θα υποκαθιστά ή θα κατευθύνει την δράση των επιμέρους μορφών οργάνωσης, αλλά αντίθετα να γίνει μια λειτουργική δικτύωση που θα σέβεται τις ιδιαιτερότητες του κάθε εργασιακού χώρου και του τρόπου παρέμβασης που επιλέγει η κάθε συλλογικότητα. Προκειμένου να ξεκινήσει η συζήτηση από μια συγκεκριμένη βάση προτείνουμε τέσσερις πιθανούς άξονες δράσης της συνέλευσης:
Ανταλλαγή εμπειριών και συζήτηση πάνω στην εργασιακή πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα: συζήτηση πάνω στο ποιές συνθήκες επικρατούν σε κάθε εργασιακό χώρο, ποιές είναι οι καθημερινές μορφές αντίστασης και ποιές οι επιμέρους συλλογικές διεκδικήσεις, ποιά είναι τα προβλήματα που συναντάμε στις σχέσεις μας με τους συναδέλφους. Και φυσικά περαιτέρω «ψάξιμο» για το πώς ακριβώς επεκτείνεται η συνθήκη της επισφάλειας σήμερα.
Κυκλοφορία των αγώνων και ταξική αλληλεγγύη. Πιο συγκεκριμένα: με ποιό τρόπο κάθε επιμέρους αγώνας, αλλά και οι μικρές καθημερινές μας αντιστάσεις, θα κυκλοφορούν και στους εργαζόμενους που δεν εμπλέκονται άμεσα. Επιπλέον, με ποιό τρόπο κάθε αγωνιζόμενο κομμάτι εργαζόμενων θα έχει την έμπρακτη στήριξη των υπόλοιπων κομματιών, στήριξη που θα μπορεί να δίνει σε κάθε αγώνα μια ευρύτερη δυναμική.
Κεντρικές παρεμβάσεις. Πιο συγκεκριμένα: με ποιό τρόπο αναδεικνυούμε στο δημόσιο χώρο ευρύτερα εργασιακά ζητήματα που ξεπερνούν τα κλαδικά όρια. Οι απολύσεις και η επέκταση των επισφαλών σχέσεων εργασίας αποτελούν παραδείγματα τέτοιων ζητημάτων που απασχολούν ήδη όλο και περισσότερους εργαζόμενους. Αποτελούν πεδία παρέμβασης στα οποία μπορούμε να κινηθούμε από κοινού.
Δημιουργία υποδομών. Πιο συγκεκριμένα: με ποιό τρόπο μπορούμε να δημιουργήσουμε υποδομές αλληλοϋποστήριξης που θα έχουν συγκεκριμένη αξία χρήσης κυρίως για τους εργαζόμενους που δεν είναι οργανωμένοι συνδικαλιστικα ή πολιτικά.
Οι παραπάνω άξονες είναι βέβαια ανοιχτοί σε συζήτηση και συνδιαμόρφωση, σε κατάθεση διαφωνιών και συγκεκριμένων προτάσεων. Και αυτό είναι και το περιεχόμενο της συζήτησης στην οποία καλούμε. Σε κάθε περίπτωση η πρότασή μας διακατέχεται από μια και μοναδική «αγωνία»: το πώς, μέσα σε μια δύσκολη αλλά ταυτόχρονα και ευνοϊκή κοινωνική συγκυρία, θα προχωρήσουμε ενωμένοι ένα βήμα μπροστά, διευρύνοντας και ενδυναμώνοντας ένα δίκτυο σχέσεων μέσα στους χώρους εργασίας.
Κλείνοντας θέλουμε να επισημάνουμε ότι η εμπειρία ανάλογων συναντήσεων και κοινών προσπαθειών στο παρελθόν μας έχει διδάξει το εξής: μια ανοιχτή εργατική συνέλευση δεν πρόκειται να κάνει πολλά βήματα αν δεν κατανοήσουμε όλοι ότι μέσα σε μια τέτοια διαδικασία η ταξική ταυτότητα θα πρέπει να είναι πάνω από την πολιτική ταυτότητα ή τις γενικές πολιτικές μας αναφορές. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι απόψεις που κατατίθενται θα πρέπει να έχουν «απολίτικο» χαρακτήρα ούτε ότι ξαφνικά ανακαλύψαμε τον «καθαρό» συνδικαλισμό. Σημαίνει ότι η έμφαση βρίσκεται στα κοινά ταξικά μας συμφέροντα και στο πώς αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μια ενότητα που χτίζεται και δοκιμάζεται στην πράξη. Σημαίνει ακόμη ότι η συζήτηση πάνω στα ανοιχτά ζητήματα της μορφής και του περιεχομένου των εργατικών αγώνων γίνεται χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες αλλά με αφετηρία την ζωντανή ταξική εμπειρία. Η πρόταση για την δημιουργία ανοιχτής εργατικής συνέλευσης έχει και αυτό το νόημα: πως αν αντικρύσουμε τον κόσμο με το βλέμμα των συναδέλφων μας στη δουλειά θα ανακαλύψουμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ πιο σημαντικά από αυτά που μας χωρίζουν, πως απέναντι στις έτοιμες «απαντήσεις» και τις χιλιοδοκιμασμένες «λύσεις» όλων των ιδεολογιών αξίζει να επιλέξουμε τα ανοιχτά ερωτηματικά…
Εργατική Συνέλευση Για Την Πρωτομαγιά 2009